προσαυξάνω

From LSJ
Revision as of 10:19, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

καὶ ἥ γε ἀνία τὸ ἐμποδίζον τοῦ ἰέναιsorrow is that which hinders motion

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσαυξάνω Medium diacritics: προσαυξάνω Low diacritics: προσαυξάνω Capitals: ΠΡΟΣΑΥΞΑΝΩ
Transliteration A: prosauxánō Transliteration B: prosauxanō Transliteration C: prosafksano Beta Code: prosauca/nw

English (LSJ)

and προσαύξω,
A increase, enhance, promote, προσαυξήσασά τινα τοῖς φιλανθρώποις honouring him with... Plb.32.1.6; π. τὴν ἐκείνων ὑπόθεσιν confirm it, Id.28.20.6:—more freq. in Pass., προσαύξομαι Hp.Vict.1.7: pf. inf. προσηυξῆσθαι Thphr. HP 1.8.5, cf. CP 1.9.1; τὸ χρυσίον ἐκ τοῦ φορτίου Them.Or.23.286a.
2 add, ἄλλο… ἀγαθόν SIG399.32 (Delph., iii B.C.):—Pass., to be added, τινι Philet.3.
II intr. in Act., wax, increase, Vett. Val.42.2, 44.9.

German (Pape)

[Seite 752] (s. αὐξάνω), nach dazu vermehren, Theophr.

Russian (Dvoretsky)

προσαυξάνω:
1 досл. повышать, усиливать, перен. подтверждать (τὴν ὑπόθεσίν τινος Polyb.);
2 чтить, удостаивать (τοῖς φιλανθρώποις τινά Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

προσαυξάνω: καὶ -αύξω, μέλλ. -αυξήσω· ― αὐξάνω τι, προάγω, ἐνισχύω, Ἱππ. 343. 34, Θεόφρ., κλπ· προσαυξάνειν τινὰ τοῖς φιλανθρώποις, τιμᾶν τινα δι’ ἐνδείξεων εὐνοίας, Πολύβ. 32. 5, 6· προσαυξήσας τὴν ἐκείνων ὑπόθεσιν, ἐνισχύσας, ὁ αὐτ. 28. 17, 6. ― Παθ., Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 9, 1, κτλ.· προστίθεμαι, τινι Φιλητ. 13.

Greek Monolingual

ΝΜΑ, προσαύξω Α αὐξάνω/αὔξω
1. κάνω κάτι ακόμα μεγαλύτερο ή περισσότερο, αυξάνω, ενισχύω
2. αυξάνομαι, μεγαλώνω («τὰ ἐμβατήκια τῶν ἐκκλησιῶν προσηύξησαν», Σάθ.)
αρχ.
προσθέτω σε κάτι.