ἑτερόρροπος

From LSJ
Revision as of 10:20, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

ὁ δὲ παράκλητος, τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιον ὃ πέμψει ὁ πατὴρ ἐν τῷ ὀνόματί μου, ἐκεῖνος ὑμᾶς διδάξει πάντα καὶ ὑπομνήσει ὑμᾶς πάντα ἃ εἶπον ὑμῖν → but the Comforter, which is the Holy Ghost, whom the Father will send in my name, he shall teach you all things, and bring all things to your remembrance, whatsoever I have said unto you

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑτερόρροπος Medium diacritics: ἑτερόρροπος Low diacritics: ετερόρροπος Capitals: ΕΤΕΡΟΡΡΟΠΟΣ
Transliteration A: heterórropos Transliteration B: heterorropos Transliteration C: eterorropos Beta Code: e(tero/rropos

English (LSJ)

ἑτερόρροπον,
A inclined to one side, ἡ κλῖμαξ ἑ. ἐπὶ γῆν ἀφίξεται will come down on one corner, unevenly, Hp.Art.43; ἑτερόρροπα ἐπάρματα swellings on one side, Id.Epid.1.1; φλεγμοναί ibid.; τὰ ἑ., of crippled limbs, Id.Off.23.
2 inclining to one side or the other, θεῶν ἑ. δῶρα gifts that may prove either good or evil, Rhian.1.2.
II Adv. ἑτερορρόπως Poll.4.172, Gal.8.430, Aspasia ap.Aët.16.72.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui incline d'un côté ; qui se produit d'un côté;
2 qui incline d'un côté comme de l'autre.
Étymologie: ἕτερος, ῥέπω.

Greek (Liddell-Scott)

ἑτερόρροπος: -ον, (ὡσαύτως η, ον, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Α΄, 939, ἀλλὰ πιθ. ἐσφαλμένως), ῥέπων πρὸς τὸ ἕτερον μέρος, ἐπὶ τῆς πλάστιγγος, ἑτ. ἐπὶ γῆν ἀφικέσθαι Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 808· ἑτ. ἐπάρματα, οἰδήματα κατὰ τὸ ἕτερον μέρος, ὁ αὐτ. ἐν Ἐπιδημ. τὸ Α΄, 938· ἐπὶ πεπηρωμένων μελῶν, ὁ αὐτ. περὶ Ἰητρεῖον 748· θεῶν ἑτ. δῶρα, δῶρα ἅπερ δυνατὸν νὰ ἀποβῶσι καλὰ ἢ κακά, Ριαν. παρὰ Στοβ. 54. 4. Ἐπίρρ. -πως, Πολυδ. Η΄, 13.

Greek Monolingual

-ο (Α ἑτερόρροπος, -ον)
1. ετερορρεπής
αρχ.
1. αυτός που μπορεί να αποβεί σε καλό ή σε κακό («θεῶν ἑτερόρροπα δῶρα»)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἑτερόρροπα
τα ακρωτηριασμένα μέλη
3. φρ. «ἑτερόρροπα ἐπάρματα» — οιδήματα που παρουσιάζονται στο άλλο μέρος.
επίρρ...
ετερορρόπως και ετερόρροπα (ΑΜ ἑτερορρόπως)
ετερορρεπώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + -ροπος (< ροπή), πρβλ. αμφί-ρροπος, αντί-ρροπος].

German (Pape)

sich auf die eine von beiden Seiten hinneigend, eigtl. von der Wagschale, hinhangend, Hippocr., bei dem z.B. Kranke, welche über die Krisis hinaus entweder auf dem Wege zur Besserung od. zum Tode sind, κάμνοντες ἑτερορρεπεῖς heißen; δῶρα θεῶν ἑτερ., Geschenke, die sowohl zum Wohl als zum Weh ausschlagen können, Rhian. 1.2. Von einem ungerechten Richter, der für Einen Partei nimmt, Poll. 8.12.
• Adv., Poll. 4.172 und andere Spätere