ὑπόλειψις
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
English (LSJ)
-εως, ἡ,
A failure, deficiency, τοῦ θερμοῦ Placit.5.30.4; τῶν ὀδόντων Arist.GA745a33.
II falling behind, in growth, Theophrastus CP5.1.11.
III Astron.. direct motion, i.e. Eastwards along the ecliptic, Gem.12.19, Ptol.Alm.1.8, 12.1, Theo Sm.p.147 H.
2 occultation, Iamb.VP6.31.
German (Pape)
[Seite 1223] ἡ, das Uebrigbleiben, Zurückbleiben, Theophr. – Auch ἡλίου, wie ἔκλειψις, die Sonnenfinsterniß, Iambl.
Russian (Dvoretsky)
ὑπόλειψις: εως ἡ выпадение, потеря (τῶν ὀδόντων Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑπόλειψις: -εως, ἡ, ἔκλειψις, ἔλλειψις, γῆρας γίγνεται παρὰ τὴν τοῦ θερμοῦ ὑπόλειψιν Παρμενίδης παρὰ Στοβ. 589. 27· τῶν ὀδόντων Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 2. 6, 52· ― ὡσαύτως ὡς τὸ ἔκλειψις ἡλίου Ἰαμβλίχου Βίος Πυθαγ. σ. 70. ΙΙ. τὸ ὑπολείπεσθαι, μένειν ὀπίσω εἰς αὔξησιν, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 5. 1, 11. ΙΙΙ. ἐν τῇ Ἀστρον., κίνησις πρὸς τὰ ὀπίσω, Πτολ.
Greek Monolingual
-είψεως, ἡ, Α ὑπολείπω
1. έλλειψη («ὑπόλειψις τῶν ὀδόντων», Αριστοτ.)
2. (για φυτά) καθυστέρηση στην ανάπτυξη
3. αστρον. α) έκλειψη του Ηλίου
β) κίνηση προς τα ανατολικά κατά μήκος της εκλειπτικής.