ῥαντήριος

From LSJ
Revision as of 10:29, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

κατατρίβω τὸ τῆς ἀρετῆς ὄνομαhave the name of virtue always on one's tongue

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥαντήριος Medium diacritics: ῥαντήριος Low diacritics: ραντήριος Capitals: ΡΑΝΤΗΡΙΟΣ
Transliteration A: rhantḗrios Transliteration B: rhantērios Transliteration C: rantirios Beta Code: r(anth/rios

English (LSJ)

α, ον,
A of or for sprinkling, πέδον ῥ. besprinkled, reeking, with blood, A.Ag.1092; Pors. read πέδου ῥαντήριον (as substantive) defilement; and, in the same sense, Dobree suggested the compd. πεδορραντήριον.
II ῥαντήριον, τό, = περιρραντήριον, BCH 35.286 (Delos, ii B.C.), 54.98 (ibid., ii B.C.).

German (Pape)

[Seite 834] zum Benetzen, Vesprengen gehörig; πέδον ῥαντήριον, der blutbespritzte Boden, Aesch. Ag. 1063.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
arrosé, mouillé.
Étymologie: ῥαίνω.

Russian (Dvoretsky)

ῥαντήριος: обрызганный (кровью), обагренный (πέδον Aesch. - v.l. πεδορραντήριος).

Greek (Liddell-Scott)

ῥαντήριος: -α, -ον, ὁ ὑποκείμενος εἰς ῥαντισμόν, πέδον ῥαντήριον, ἐρραντισμένον, κεκηλιδωμένον δι’ αἵματος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1092· ὁ Πόρσων ἀνέγνω πέδου ῥαντήριον (ὡς οὐσιαστ.), μολυσμός· καὶ ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας ὁ Dobree προτείνει τὸ σύνθετον: πεδορραντήριον.

Greek Monolingual

-ον, Α ῥαντήρ·1. αυτός στον οποίο γίνεται ραντισμόςπέδον ῥαντήριον», Αισχύλ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ῥαντήριον
το περιρραντήριο.

Greek Monotonic

ῥαντήριος: -α, -ον (ῥαίνω), κατάλληλος για ράντισμα, σε Αισχύλ.· αυτός που παρουσιάζεται, εμφανίζεται ως λεκιασμένος, πιτσιλισμένος, βρώμικος, κηλιδωμένος με αίμα, μολυσμένος.

Middle Liddell

ῥαντήριος, η, ον ῥαίνω
of or for sprinkling:—in Aesch., it seems to be bedabbled, reeking.