ἀμφήρης
English (LSJ)
ἀμφήρες, (ἀραρίσκω)
A fitted or joined on both sides; ξύλα ἀ. wood of the funeral pyre regularly piled all round, E.HF243; ἀ. σκηναί dwellings well secured, Id.Ion1128.
II (ἐρέσσω) with oars on both sides, Hsch.; ἀ. δόρυ sculling-boat, E.Cyc.15.
Spanish (DGE)
-ες
1 provisto de remos en ambos lados de una barca δόρυ E.Cyc.15, ἀμφήρεις· νῆες ἀμφοτέρωθεν ὁρμώμεναι, ἢ ἐρεσσόμεναι Hsch., cf. Poll.1.82.
2 bien armado o montado por todos lados σκηναί E.Io 1128, ἀ. ξύλα leña de una pira bien apilada por todos lados E.HF 243, ἀμφήρης αὐλός· ὁ ἑκατέραις χερσὶ κατεχόμενος EM 1174
•στόμα ἀμφῆρες· ἀμφοτέραις γνάθοις ὁμοίως ἐσθίον EM 1174.
3 subst. tambor o rueda utilizada en una máquina para levantar pesos, Vitr.10.2.5.
German (Pape)
[Seite 134] ες, 1) (ἄρω), ringsum wohl gefügt, σκηναί Eur. Ion 1129; ξύλα, das rings gut zusammengesetzte Holz des Scheiterhaufens, Herc. F. 243. – 2) (ἐρέσσω), ναῦς, von beiden Seiten mit Rudern versehen, Hesych., wie wohl auch δόρυ Eur. Cycl. 15 zu nehmen. Davon
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
1 ajusté des deux côtés ; ἀμφῆρες δόρυ EUR le gouvernail (anciennement double);
2 ajusté tout autour en parl. du bois d'un bûcher funéraire, d'une tente ; bien ajusté.
Étymologie: ἀμφί, ἄρω.
Russian (Dvoretsky)
ἀμφήρης:
1 прилаженный с обеих сторон: ἀμφῆρες δόρυ Eur. двухлопастное весло;
2 сложенный вместе, сваленный в кучу (ξύλα Eur.);
3 со всех сторон сбитый, крепко сколоченный (σκηνή Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφήρης: -ες, (* ἄρω) ὁ ἑκατέρωθεν συνδεδεμένος ἢ ἡρμοσμένος, λαβὼν εὔθυνον ἀμφῆρες δόρυ, ὃ ἐ. τὸ διπλοῦν πηδάλιον, τὸ ἐν χρήσει ἐν ταῖς Ἑλληνικαῖς ναυσὶν (ἴδε πηδάλιον), Εὐρ. Κύκλ. 15· ξύλα ἀμφ., τὰ ξύλα τῆς ἐπικηδείου πυρᾶς συνεστιβασμένα ἐν τάξει, ὁ αὐτ. Ἡρ. Μαιν. 243· ἀμφ. σκηναί, καλῶς προσδεδεμέναι καὶ ἐξησφαλισμέναι, ὁ αὐτ. Ἴων 1128. ΙΙ. (ἐρέσσω) = ὁ ἔχων κώπας ἑκατέρωθεν, μόνον παρὰ γραμματ., «ἀμφήρεις, νῆες ἀμφοτέρωθεν ὁρώμεναι ἢ ἐρεσσόμεναι», Ἡσύχ.: πρβλ. ἀμφηρικός.
Greek Monolingual
(I)
ἀμφήρης, -ες (Α)
1. ο προσαρμοσμένος ή συνδεδεμένος και από τις δύο του πλευρές, ο καλά στερεωμένος,
2. ασφαλισμένος, ασφαλής
3. φρ. «ξύλα ἀμφήρη», ξύλα της νεκρικής πυρός με τάξη στοιβαγμένα ολόγυρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφ(ι)- + -ήρης < ἀραρίσκω «συνδέω, συναρμολογώ».
ΠΑΡ. ἀμφηρικὸς (πρβλ. λογχήρης, χαλκήρης, ποδήρης κ.ά.)].
(II)
ἀμφήρης, -ες (Α)
1. αυτός που έχει κουπιά και στις δύο πλευρές
2. «ἀμφῆρες δόρυ», ελαφριά βάρκα, με δύο κουπιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφ(ι)- + -ήρης < ἐρέσσω «κωπηλατώ» (πρβλ. ταχυήρης, τετρήρης, τριήρης)].
Greek Monotonic
ἀμφήρης: -ές (βλ. -ήρης), καλά προσαρμοσμένος και από τις δύο πλευρές, ἀμφῆρες δόρυ, λέγεται για το διπλό πηδάλιο που χρησιμοποιούνταν στα ελληνικά πλοία, (βλ. πηδάλιον), σε Ευρ.
Middle Liddell
[v. -ήρης
fitted on both sides, well-fitted, ἀμφῆρες δόρυ, of the double rudder used in Greek ships (v. πηδάλιον), Eur.