ἀνεπιτήδευτος

From LSJ
Revision as of 10:31, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

δός μοι πᾷ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινήσω → give me a place to stand and I will move the earth, give me a place to stand and I'll move the earth, give me the place to stand and I shall move the earth, give me a place to stand and with a lever I will move the whole world, give me a firm spot to stand and I will move the world, give me a lever and a place to stand and I will move the earth, give me a fulcrum and I shall move the world

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνεπιτήδευτος Medium diacritics: ἀνεπιτήδευτος Low diacritics: ανεπιτήδευτος Capitals: ΑΝΕΠΙΤΗΔΕΥΤΟΣ
Transliteration A: anepitḗdeutos Transliteration B: anepitēdeutos Transliteration C: anepitideftos Beta Code: a)nepith/deutos

English (LSJ)

ἀνεπιτήδευτον,
A made without care or design, artless, D.H.Comp.22, cf. 25, Onos.10.3, Luc.Hist.Conscr.44. Adv. ἀνεπιτηδεύτως Phld. Rh.1.156 S., D.H.Lys.8, Luc.Pisc.12.
II unpractised, untried, οὐδέν ἀμίμητον οὐδ' ἀ. Plu.Alc.23. Adv. ἀνεπιτηδεύτως, γλώττης οὐκ ἀ. εἶχεν Philostr.VA7.27.

Spanish (DGE)

-ον
I 1no practicado οὐδὲν ἦν ἀμίμητον οὐδ' ἀνεπιτήδευτον Plu.Alc.23.
2 carente de práctica εἰς τέχνην Hsch.
3 subst. τὸ ἀ. descuido, falta de artificio o afectación en lit., D.H.Comp.97.11, 130.1, Luc.Hist.Cons.44, Syrian.in Hermog.1 p.12.5, en la conducta, M.Ant.7.60.
II adv. -ως
1 sin práctica γλώττης τε οὐκ ἀ. εἶχεν Philostr.VA 7.27.
2 sin arte o artificio ἀσ[ά] φεια γίνεται ... ἀ. Phld.Rh.1.156, ἀ. καὶ οὐ κατὰ τέχνην D.H.Lys.8, λέγεται D.H.Is.7, ἀ. περιστέλλουσα Luc.Pisc.12.

German (Pape)

[Seite 225] ungekünstelt, ungesucht, Luc. Hist. scrib. 44; καὶ ἀφελές D. Hal. C. V. 22; – nicht durch Kunst zu erreichen, Plut. Alc. 23.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 fait sans soin ou sans art;
2 à quoi l'on ne peut s'appliquer, qu'on ne peut entreprendre.
Étymologie: , ἐπιτηδεύω.

Russian (Dvoretsky)

ἀνεπιτήδευτος:
1 безыскуственный, естественный (sc. λόγοι Luc.);
2 не приобретаемый искусственно: Ἀλκιβιάδῃ οὐδὲν ἦν ἀμίμητον οὐδ᾽ ἀνεπιτήδευτον Plut. Алкивиад всему подражал и все усваивал.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεπιτήδευτος: -ον, ὁ ἄνευ ἐπιτηδεύσεως, ἁπλοῦς, ἀπροσποίητος, ἀφελής, Διον. Ἁλ. περὶ Συνθ. Ὀνομ. 22, Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγράφ. 44: - Ἐπίρρ. -τως Διον. Ἁλ. σ. 468. ΙΙ. ὁ μὴ ἠσκημένος, ὁ μὴ δεδοκιμασμένος, οὐδὲν ἀμίμητον οὐδ’ ἀν. Πλουτ. Ἀλκ. 23.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνεπιτήδευτος, -ον)
ο χωρίς επιτήδευση, απροσποίητος, απλός
αρχ.
μη ασκημένος, μη δοκιμασμένος σε κάτι.

Greek Monotonic

ἀνεπιτήδευτος: -ον (ἐπιτηδεύω),
I. φτιαγμένος χωρίς φροντίδα ή σχέδιο, απλός, άτεχνος, σε Λουκ.
II. αδοκίμαστος, άπειρος, μη εξασκημένος, σε Θουκ., Πλούτ.

Middle Liddell

ἐπιτηδεύω
I. made without care or design, simple, artless, Luc.
II. unpractised, untried, Plut.