δίστιχος
οὗτος μὲν ὁ πιθανώτερος τῶν λόγων εἴρηται, δεῖ δὲ καὶ τὸν ἧσσον πιθανόν, ἐπεί γε δὴ λέγεται, ῥηθῆναι → this is the most credible of the stories told; but I must relate the less credible tale also, since they tell it
English (LSJ)
δίστιχον,
A with two rows, κριθαί Placit.5.10.2.
2 of two verses, ἐπίγραμμα AP9.369 (Cyrill.); δίστιχον, τό, distich, AP 6.329 (Leon.); 'a couple of lines', of a brief letter, FGiss.20.23 (ii A. D.).
3 doubly woven, μαφόρια PMasp.6ii80 (vi A. D.).
Spanish (DGE)
(δίστῐχος) -ον
I 1dispuesto en dos filas κριθαί variedad de cebada cuya espiga tiene dos filas de granos Placit.5.10.2, Colum.2.9.16, Isid.Etym.17.3.10.
2 de dos versos ἐπίγραμμα AP 9.369 (Cyrill.), Varro Sat.Men.398, ἁρμονίη Nonn.D.19.102.
II subst. τὸ δ.
1 métr. dístico εὔθικτον AP 6.322 (Leon.), δίστιχα γὰρ ψήφοισιν ἰσάζεται AP 9.356 (Leon.), cf. 6.329 (Leon.), disticha pauca lego Mart.2.71, κατὰ δίστιχον Mar.Vict.57.9.
2 un par de líneas de una carta breve ἀξιώσεις οὖν δ. αὐτῷ γραφῆναι PGiss.20.23 (II d.C.).
German (Pape)
[Seite 643] von zwei Zeilen; κριθαί, zweizeilige Gerste, Plut. plac. phil. 5, 10; von zwei Versen, ἐπίγραμμα Cyrill. 1 (IX, 369). Dah. τὸ δίστιχον, ein Hexameter u. ein Pentameter, Leon. Al. 21 (VI, 329) u. sonst.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
disposé sur deux rangs ; t. de pros. formé de deux vers.
Étymologie: δίς, στίχος.
Russian (Dvoretsky)
δίστῐχος:
1 двухрядный (δίστιχοι καὶ τρίστιχοι κριθαί Plut.);
2 состоящий из двух стихов (ἐπίγραμμα Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
δίστῐχος: -ον, ἔχων δύο σειρὰς ἢ γραμμάς, κριθαὶ Πλούτ. 2. 906Β. 2) ὁ ἐκ δύο στίχων συνιστάμενος, ἐπίγραμμα Ἀνθ. Π. 9. 369· δίστιχον, τό, Ἀνθ. Π. 6. 329· ― ἴδε Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 84.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM δίστιχος, -ον) στίχος
1. κείμενο που αποτελείται από δύο στίχους ή δύο γραμμές
2. το ουδ. ως ουσ. το δίστιχο (AM δίστιχον)
φρ. «ελεγειακό δίστιχο» — επίγραμμα ή ενότητα από δύο στίχους κυρίως στην ελεγειακή ποίηση, από τους οποίους ο πρώτος είναι δακτυλικός εξάμετρος και ο δεύτερος δακτυλικός με τον τρίτο και τον έκτο πόδα ελλιπείς κατά τις βραχείες συλλαβές
νεοελλ.
σύντομο ποίημα με δύο ομοιοκατάληκτους, συνήθως δεκαπεντασύλλαβους στίχους, λιανοτράγουδο, μαντινάδα, κοτσάκι
αρχ.
1. σύντομη επιστολή, σαν να αποτελείται από δύο γραμμές
2. (για ρούχα) αυτός που αποτελείται από δύο είδη υφάνσεως ή δύο παράλληλα ραμμένα υφάσματα.
Greek Monotonic
δίστῐχος: -ον, I. αυτός που αποτελείται από δύο στίχους, από δύο σειρές ή γραμμές, σε Ανθ.
II. ως ουσ., δίστιχον, τό, το δίστιχο, στον ίδ.
Middle Liddell
adj
I. of two verses, Anth.
II. as substantive, δίστιχον, ου, τό, a distich, Anth.