περίψυκτος
English (LSJ)
περίψυκτον,
A very cold, chill, of places, Plu.Aem.14, Id.2.649c; f.l. (for περὶ ψῦχος) in Eratosth.16.12.
II fanned all round: hence, fondled, beloved, Alciphr.3.59; π. κάλλος Eun.VSp.455 B.; cf. περιψύκτης (sic)· περιπόθητος, Hsch.
German (Pape)
[Seite 601] rings auf der Oberfläche oder ganz abgekühlt, nach großer Erhitzung erfrischt und erquickt, übh. sehr kühl, sehr kalt, Eratosth. Cyren. 2 in der Anth. – Auch bei Alciphr. 3, 59, neben κάλλιστος, umfächelt, gehätschelt, zärtlich behandelt, in welcher Bdtg man nicht auf ψυχή zurückzugehen hat; vgl. περιψύχω.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
refroidi tout autour ou très froid.
Étymologie: περί, ψύχω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περίψυκτος -ον [περιψύχω] zeer koud.
Russian (Dvoretsky)
περίψυκτος: очень прохладный, холодный (τόποι Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
περίψυκτος: -ον, ὁ πανταχόθεν ψυχθείς, λίαν ψυχρός, παγερός, Ἐρατοσθ. σ. 144 Bernh.· ἐπὶ τόπων, Πλουτ. Αἰμίλ. 14., 2. 649C. ΙΙ. ὃν περιψύχει τις διὰ ῥιπιδίου ὁλόγυρα, ὅθεν, ὁ πολλῶν περιποιήσεων ἀπολαύων, πεφιλημένος, Ἀλκίφρων 3. 59. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «περίψυκτος· περιπόθητος, ἐκ ψυχῆς ὅλης ἀγαπώμενος».
Greek Monolingual
-ον, Α περιψύχω
1. αυτός που έχει ψυχθεί από παντού, πολύ ψυχρός
2. (για πρόσ.) μτφ. πολυαγαπημένος, παραχαϊδεμένος.
Greek Monotonic
περίψυκτος: -ον (ψύχω), πολύ κρύος, παγωμένος, σε Πλούτ.