Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

περίψυκτος

From LSJ
Revision as of 10:32, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)
Pindar, Pythian, 8.95f.
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίψυκτος Medium diacritics: περίψυκτος Low diacritics: περίψυκτος Capitals: ΠΕΡΙΨΥΚΤΟΣ
Transliteration A: perípsyktos Transliteration B: peripsyktos Transliteration C: peripsyktos Beta Code: peri/yuktos

English (LSJ)

περίψυκτον,
A very cold, chill, of places, Plu.Aem.14, Id.2.649c; f.l. (for περὶ ψῦχος) in Eratosth.16.12.
II fanned all round: hence, fondled, beloved, Alciphr.3.59; π. κάλλος Eun.VSp.455 B.; cf. περιψύκτης (sic)· περιπόθητος, Hsch.

German (Pape)

[Seite 601] rings auf der Oberfläche oder ganz abgekühlt, nach großer Erhitzung erfrischt und erquickt, übh. sehr kühl, sehr kalt, Eratosth. Cyren. 2 in der Anth. – Auch bei Alciphr. 3, 59, neben κάλλιστος, umfächelt, gehätschelt, zärtlich behandelt, in welcher Bdtg man nicht auf ψυχή zurückzugehen hat; vgl. περιψύχω.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
refroidi tout autour ou très froid.
Étymologie: περί, ψύχω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περίψυκτος -ον [περιψύχω] zeer koud.

Russian (Dvoretsky)

περίψυκτος: очень прохладный, холодный (τόποι Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

περίψυκτος: -ον, ὁ πανταχόθεν ψυχθείς, λίαν ψυχρός, παγερός, Ἐρατοσθ. σ. 144 Bernh.· ἐπὶ τόπων, Πλουτ. Αἰμίλ. 14., 2. 649C. ΙΙ. ὃν περιψύχει τις διὰ ῥιπιδίου ὁλόγυρα, ὅθεν, ὁ πολλῶν περιποιήσεων ἀπολαύων, πεφιλημένος, Ἀλκίφρων 3. 59. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «περίψυκτος· περιπόθητος, ἐκ ψυχῆς ὅλης ἀγαπώμενος».

Greek Monolingual

-ον, Α περιψύχω
1. αυτός που έχει ψυχθεί από παντού, πολύ ψυχρός
2. (για πρόσ.) μτφ. πολυαγαπημένος, παραχαϊδεμένος.

Greek Monotonic

περίψυκτος: -ον (ψύχω), πολύ κρύος, παγωμένος, σε Πλούτ.

Middle Liddell

περί-ψυκτος, ον, ψύχω
very cold, Plut.