τρυγῳδία

From LSJ
Revision as of 10:32, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῠγῳδία Medium diacritics: τρυγῳδία Low diacritics: τρυγωδία Capitals: ΤΡΥΓΩΔΙΑ
Transliteration A: trygōidía Transliteration B: trygōdia Transliteration C: trygodia Beta Code: trugw|di/a

English (LSJ)

ἡ, Com. word (with parody on τραγῳδία) for κωμῳδία, Ar.Ach.499,500 (variously expld. by Gramm.: either because the actors smeared their faces with lees (τρύξ) or because new wine was given as a prize, cf. Sch.adloc., Anon.Proll.Com. in CGFp.7 K., etc.; or because comedy was acted at the season of vintage (τρύγη), Ath. 2.40b).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τρυγῳδία -ας, ἡ [τρυγῳδός] droesem-zang, kom. woord voor komedie.

German (Pape)

ἡ, = κωμῳδία, Ar. Ach. 473, 474.

Russian (Dvoretsky)

τρῠγῳδία: ἡ Arph. = κωμῳδία (см. τρυγῳδός).

Greek Monolingual

ἡ, Α τρυγῳδός
κωμική λ. αντί της λ. κωμῳδία ή επειδή οι υποκριτές άλειφαν το πρόσωπό τους με τρυγία ή επειδή νέο, αδιήθητο κρασί, δινόταν ως βραβείο στους νικητές ή, τέλος, επειδή οι παραστάσεις γίνονταν την εποχή του τρύγου.

Greek Monotonic

τρῠγῳδία: ἡ, = κωμῳδία, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

τρῠγῳδία: ἡ, = κωμῳδία, Ἀριστοφ. Ἀχ. 499, 500, πρβλ. Βεντλ. εἰς Φαλαρ. σ. 296.

Middle Liddell

τρῠγῳδία, ἡ, = κωμῳδία, Ar.]