ἀνασκοπέω

From LSJ
Revision as of 10:33, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

ἐὰν ἃ τοῖς ἄλλοις ἐπιτιμῶμεν, αὐτοὶ μὴ δρῶμεν → avoid doing what you would blame others for doing

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνασκοπέω Medium diacritics: ἀνασκοπέω Low diacritics: ανασκοπέω Capitals: ΑΝΑΣΚΟΠΕΩ
Transliteration A: anaskopéō Transliteration B: anaskopeō Transliteration C: anaskopeo Beta Code: a)naskope/w

English (LSJ)

c. fut. -σκέψομαι, aor. ἀνεσκεψάμην: (cf. ἀνασκέπτομαι):—
A look at narrowly, examine well, πάντ' ἀνασκόπει καλῶς Ar.Th.666, cf. Th.1.132, etc.:—also in Med., ἀνασκοπουμένοις Ar. Ec.827.
II look back at, reckon up, X.Vect.5.11 (nisi leg. ἐπανα-).

Spanish (DGE)

1 mirar, contemplar detenidamente πάντ' ἀνασκόπει καλῶς Ar.Th.666, τὸ σύμπαν ὄρος ἀνασκοπούμενος Polyaen.2.31.2, τι τῶν ποιητικῶν Philostr.Im.2.8, τὴν εἰκόνα Λαΐδος Aristaenet.1.1.34.
2 reflexionar, analizar, examinar cuidadosamente ταῦτα Th.7.42, τὰ ξενικὰ ὀνόματα Pl.Cra.401c, ἑαυτὸν Ph.2.584, τὴν αἰτίαν Plu.2.168b, c. interr. indir. ἀνεσκόπουν εἴ τί που ... Th.1.132
abs. Pl.Ti.72d, Phd.116a
v. med. mismo sent. τὸ συγγραμμάτιον Longin.1.1, περὶ αὐτοὺς ἀ. μᾶλλον ὃν τρόπον ... I.AI 19.215
abs. ἀνασκοπουμένοις ἐφαίνετο Ar.Ec.827.

German (Pape)

[Seite 207] nur praes., s. ἀνασκέπτομαι, 1) genau betrachten, untersuchen, Thuc. 7, 42; τὰ ὀνόματα Plat. Crat. 401 c; εἴτε οὕτως εἴτε ἄλλως ἔχει Legg. X, 888 c. Sp. auch περί τινος; med., Ael. H. A. 13, 23. – 2) zurückblicken auf etwas, τί, Xen. Vect. 5, 11.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
seul. prés. et impf. ; pour le f. et l'ao., on emploie les temps de ἀνασκέπτομαι;
examiner, acc. : τά τε ἄλλα ἀνεσκόπουν εἰ THC entre autres choses, ils examinaient si;
Moy. ἀνασκοπέομαι, ἀνασκοποῦμαι examiner.
Étymologie: ἀνά, σκοπέω.

Russian (Dvoretsky)

ἀνασκοπέω: (реже med.; fut. и aor. от ἀνασκέπτομαι) внимательно рассматривать, исследовать, обдумывать Thuc., Arph., Xen., Plat., Luc.: ἔτυχέ τι καθ᾽ ἑαυτὸν ἀνασκοπῶν ἐπὶ διαγράμματος Plut. (Архимед) был тогда погружен в исследование чертежа.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνασκοπέω: μετὰ μέλλ. -σκέψομαι καὶ ἀορ. ἀνεσκεψάμην, (ἴδε ἀνασκέπτομαι): παρατηρῶ τι μετὰ προσοχῆς, ἐξετάζω τι καλῶς, πάντ’ ἀνασκόπει καλῶς Ἀριστοφ. Θεσμ. 666, πρβλ. Θουκ. 1. 132, κτλ.: ὡσαύτως ἐν μέσ. φωνῇ ἀνασκοπουμένους Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 827. ΙΙ. ἀναθεωρῶ, ἀναλογίζομαι, εἴ τις τὰ προγεγενημένα ἔτι ἀνασκοποίη τῇ πόλει πῶς ἀποβέβηκεν Ξεν. Πόροι 5. 11.

Greek Monotonic

ἀνασκοπέω: μέλ. -σκέψομαι, αόρ. αʹ ἀνεσκεψάμην· παρατηρώ με προσοχή, εξετάζω προσεκτικά, σε Αριστοφ., Θουκ.

Middle Liddell


to look at narrowly, examine well, Ar., Thuc.