εὔμουσος

From LSJ
Revision as of 10:33, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔμουσος Medium diacritics: εὔμουσος Low diacritics: εύμουσος Capitals: ΕΥΜΟΥΣΟΣ
Transliteration A: eúmousos Transliteration B: eumousos Transliteration C: eymousos Beta Code: eu)/mousos

English (LSJ)

εὔμουσον,
A skilled in the arts, esp. in poetry, music, and dancing, Man.4.60, 5.269; but usu.,
2 musical, melodious, μολπά E.IT145 (lyr.); τιμαί Ar.Th.112 (lyr.); παιδιά Luc. Am.53; χεύματα AP9.661 (Jul.). Adv. εὐμούσως = gracefully, Corn.ND 14, Plu.2.1119d.

German (Pape)

[Seite 1081] in den Musenkünsten gebildet, mit Schönheitsgefühl u. Kunstsinn begabt, u. von Sachen, anmuthig, μολπή Eur. I. T 145; τιμαί, die von den Musen ertheilten, Ar. Th. 112; Sp., wie Luc. amor. 53. – Adv. εὐμούσως, Plut. u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 habile dans la pratique des arts, des lettres, etc.
2 harmonieux.
Étymologie: εὖ, μοῦσα.

Russian (Dvoretsky)

εὔμουσος:
1 посвященный Музам: εὔμουσοι τιμαί Arph. посвященные Музам состязания, т. е. состязания в искусствах;
2 художественный, изящный (παιδιά Luc.);
3 стройный, музыкальный, певучий (μολπή Eur.; χεύματα Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

εὔμουσος: -ον, ἔμπειρος ἐν ταῖς τέχναις, ἰδίως ἐν τῇ ποιήσει, μουσικῇ καὶ ὀρχήσει, ἀντίθετον τῷ ἄμουσος: ἐντεῦθεν, μελῳδικός, μολπὴ Εὐρ. Ι. Τ. 145· τιμαὶ Ἀριστοφ. Θεσμ. 112· παιδιὰ Λουκ. Ἔρωτ. 53· χεύματα Ἀντ. Π. 9. 66. - Ἐπίρρ. -σως, ἐπιχαρίτως, Πλούτ. 2. 1119D.

Greek Monotonic

εὔμουσος: -ον (μοῦσα), έμπειρος στις τέχνες, ιδίως, στην ποίηση και στη μουσική· απ' όπου, μουσικός, ρυθμικός, μελωδικός, σε Ευρ., Ανθ.

Middle Liddell

εὔ-μουσος, ον μοῦσα
skilled in the arts, especially in poetry and music: hence musical, melodious, Eur., Anth.