μηλοσφαγέω

From LSJ
Revision as of 10:33, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηλοσφᾰγέω Medium diacritics: μηλοσφαγέω Low diacritics: μηλοσφαγέω Capitals: ΜΗΛΟΣΦΑΓΕΩ
Transliteration A: mēlosphagéō Transliteration B: mēlosphageō Transliteration C: milosfageo Beta Code: mhlosfage/w

English (LSJ)

slay sheep, ἱερὰ μ. offer sheep in sacrifice, S.El.280: abs., μ. δαιμόνων ἐπ' ἐσχάραις E.Fr.628: generally, offer sacrifice, βουθύτοις ἐπ' ἐσχάραις Ar. Av.1232, cf.Porph.Abst.1.57; μ. εἰς ἀσπίδα Ar.Lys.189 (hence perhaps to be read in A.Th.43 for ταυροσφ-): comically, offer, οἴνου σταμνίον Ar.Lys.196.

German (Pape)

[Seite 173] Schaafe schlachten, opfern; θεοῖσιν ἔμμην' ἱερά, Soph. El. 272; Ar. Av. 1232; auch οἴνου σταμνίον, opfern, Lys. 189.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
égorger des brebis ou offrir des brebis en sacrifice.
Étymologie: μῆλον¹, σφάζω.

Russian (Dvoretsky)

μηλοσφᾰγέω:
1 (тж. μ. ἱερά Soph.) приносить в жертву овец (θεοῖς Soph., Arph.);
2 совершать жертвоприношение, приносить в жертву (οἴνου σταμνίον Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

μηλοσφᾰγέω: σφάζω πρόβατα, ἱερὰ μ., θυσιάζω πρόβατα, Σοφ. Ἠλ. 280· ἀπολ., μ. δαιμόνων ἐπ’ ἐσχάραις Εὐρ. Ἀποσπ. 630, πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 1232· μ. ἐς ἀσπίδα Ἀριστοφ. Λυσ. 191. 2) καθόλου, προσφέρω, οἴνου σταμνίον αὐτόθι 196.

Greek Monotonic

μηλοσφᾰγέω: (σφάζω), μέλ. -ήσω, σφάζω πρόβατα, ἱερὰ μηλοσφαγῶ, προσφέρω πρόβατα σε θυσία, σε Σοφ.· απόλ., σε Αριστοφ.

Middle Liddell

μηλο-σφᾰγέω, fut. -ήσω σφάζω
to slay sheep, ἱερὰ μ. to offer sheep in sacrifice, Soph.; absol., Ar.