πλανητός

From LSJ
Revision as of 10:36, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Καλὸν τὸ γηρᾶν καὶ τὸ μὴ γηρᾶν πάλιν → Res pulchra senium, pulchra non senescere → Schön ist das Altsein, doch nicht alt sein wieder auch

Menander, Monostichoi, 283
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλᾰνητός Medium diacritics: πλανητός Low diacritics: πλανητός Capitals: ΠΛΑΝΗΤΟΣ
Transliteration A: planētós Transliteration B: planētos Transliteration C: planitos Beta Code: planhto/s

English (LSJ)

πλανητή, πλανητόν,
A wandering, π. κατὰ πόλεις Pl.Ti.19e; ἄστρα π. Id.Lg.821b, cf. Ti.38c (vv.ll. πλανῆται, πλάνητες), Arist.Mu.392a13.
II metaph., shifting, Pl.R. 479d; irregular, πάθη Plu.2.550e.

German (Pape)

[Seite 624] umherirrend, Plat. Tim. p. 19 c; – übertr., irrend, dem Irrthum unterworfen, πάθη, Plut. S. N. V. 5.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 errant;
2 sujet à erreur.
Étymologie: πλανάω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πλανητός -ή -όν [πλανάω] zwervend; onzeker. Plat. Resp. 479d.

Russian (Dvoretsky)

πλᾰνητός:
1 странствующий, блуждающий (κατὰ πόλεις Plat.): ἄστρα πλανητά Plat. блуждающие небесные тела, т. е. планеты;
2 шаткий, неустойчивый (πάθη Plut.).

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
πλανώμαι
1. περιπλανώμενος («τὸ τῶν σοφιστῶν γένος... πλανητὸν ὄv κατὰ πόλεις», Πλάτ.)
2. μτφ. α) αυτός που πλανάται, που σφάλλει
β) αυτός που αλλάζει κάτι
γ) ανώμαλος («πλανητὰ πάθη», Πλούτ.).

Greek Monotonic

πλᾰνητός: -ή, -όν (πλανάομαι), περιπλανώμενος, σε Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

πλᾰνητός: -ή, -όν, (πλανάω) περιπλανώμενος, Πλάτ. Πολ. 479D· πλ. κατὰ πόλεις ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 19Ε· ἄστρα πλανητὰ ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 821Β, πρβλ. Τίμ. 58C. ΙΙ. μεταφορ., πλανώμενος, σφαλλόμενος, Πλούτ. 2. 550D.

Middle Liddell

πλᾰνητός, ή, όν [πλανάομαι]
wandering, Plat.

English (Woodhouse)

wandering

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)