ἔκφρασις
μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale
English (LSJ)
-εως, ἡ,
A description, ekphrasis, D.H.Rh.10.17 (pl.), Luc.Hist.Conscr. 20, Hermog.Prog.10, Aphth.Prog.12, etc.; title of works descriptive of works of art, as that of Callistratus.
II = ἐπιθυμία, Hsch.
Spanish (DGE)
(ἔκφρᾰσις) -εως, ἡ
1 descripción literaria según una técnica retórica específica, Theo Prog.65.15, 72.12, 118.22, Hermog.Prog.10, Aphth.Prog.12, D.H.Rh.10.17, Eust.1125.28, c. gen. obj. τῶν χωρίων καὶ ἄντρων ἔ. Luc.Hist.Cons.20, ἔ. ὑπηρεσίας, χρημάτων, πλούτου, δορυφόρων, καὶ τῶν τοιούτων Sopat.Rh.Tract.309.7, cf. 353.6, como tít. de tratados de obras de arte, de Callistr., AP 2 tít. (Christod.), Io.Gaz., Paul.Sil.Soph., ἔ. εἰς τὴν ἁγίαν Εὐφημίαν τὴν μάρτυρα Ast.Am.Hom.11 (tít.).
2 exposición, explicación de un tema o de una idea, Eus.HE 1.2.2, Clem.Al.Strom.1.1.12, Syrian.in Hermog.2.108.5, cf. Hsch.
3 referencia, alusión c. gen. ἁλούσης πόλεως Sch.A.Th.338a.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
description.
Étymologie: ἐκφράζω.
German (Pape)
[Seite 786] ἡ, die vollständige Erzählung, Beschreibung; Luc. hist. conscr. 20; Rhett.; Auslegung, Schol.
Greek Monolingual
η (AM ἔκφρασις)
νεοελλ.
1. εκδήλωση, εξωτερίκευση, διατύπωση διανοήματος με τον λόγο
2. (φιλοσ.) η εξωτερίκευση ενεργειών ή καταστάσεων με κινήσεις του σώματος, με σημεία, λέξεις, εικόνες, κ.λπ.
3. η απεικόνιση της ψυχικής καταστάσεως στο πρόσωπο («έκφραση ματιών»)
4. εμφάνιση, όψη, ο τρόπος με τον οποίο εκφράζεται κανείς, το ύφος
αρχ.-μσν.
περιγραφή («ἔκφρασις Ἁγ. Σοφίας»)
αρχ.
1. (κατά τον Ησύχ.) α) «λόγος εναργής»
β) «επιθυμία».
Russian (Dvoretsky)
ἔκφρᾰσις: εως ἡ изложение, описание Luc.
Greek (Liddell-Scott)
ἔκφρᾰσις: -εως, ἡ, διὰ λόγου περιγραφή, Διον. Ἁλ. 10. 17, Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγ. 20˙ «ἔκφρασις˙ λόγος ἐναργὴς» Ἡσύχ.˙ - ὄνομα πολλῶν μεταγενεστέρων ποιημάτων περιγραφόντων ἔργα τῆς τέχνης, οἷον τὸ τοῦ Χριστοδώρου ἐν Ἀνθ. Π. 2, τὸ τοῦ Παύλου Σιλεντιαρίου, κλ.
Greek Monotonic
ἔκφρᾰσις: -εως, ἡ, περιγραφή με λόγια, εξιστόρηση, σε Λουκ.
Translations
Czech: ekfráze; Danish: ekfrase; Finnish: ekfrasis; French: ekphrasis; German: Ekphrasis, Ekphrase; Hebrew: אקפראסיס; Italian: ecfrasi; Polish: ekfraza; Russian: экфрасис; Spanish: écfrasis; Swedish: ekfras