καταργυρόω

From LSJ
Revision as of 10:37, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

λεπταῖς ἐπὶ ῥοπῆσιν ἐμπολὰς μακρὰς ἀεὶ παραρρίπτοντες → staking distant ventures on nice balancings

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταργῠρόω Medium diacritics: καταργυρόω Low diacritics: καταργυρόω Capitals: ΚΑΤΑΡΓΥΡΟΩ
Transliteration A: katargyróō Transliteration B: katargyroō Transliteration C: katargyroo Beta Code: katarguro/w

English (LSJ)

A cover with silver, silver over, Philoch.138:—Pass., καταργυρωμένους (Ion. for κατηργυρωμένους) ἔχων τοὺς προμαχεῶνας Hdt.1.98, cf. D.S.1.57.
II buy with silver or bribe with silver, ἄθρησον εἰ κατηργυρωμένος λέγω S.Ant.1077.

German (Pape)

[Seite 1374] mit Silber versehen, versilbern; κατηργυρωμένους ἔχων τοὺς προμαχεῶνας Her. 1, 98; Sp., wie Plut. Philop. 9. – Bei Soph. Ant. 1064 ist κατηργυρωμένος ein mit Geld Bestochener, ἀργύρῳ πεισθείς, Schol.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 argenter;
2 corrompre avec de l'argent.
Étymologie: κατάργυρος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καταργυρόω [κατάργυρος] met zilver bedekken; overdr. omkopen:. ἄθρησον εἰ κατηργυρωμένος λέγω bezie of ik spreek als iemand die is omgekocht Soph. Ant. 1077.

Russian (Dvoretsky)

καταργῠρόω:
1 отделывать серебром или серебрить (τὰ κλινίδια Plut.; οἱ κατηργυρωμένοι προμαχεῶνες Her.);
2 прельщать деньгами, подкупать: καὶ ταῦτ᾽ ἄθρησον εἰ κατηργυρωμένος λέγω Soph. решай (сам), говорю ли я это, движимый подкупом.

Greek (Liddell-Scott)

καταργῠρόω: καλύπτω, κοσμῶ μὲ ἄργυρον, ἐπαργυρώνω, ἀνέθηκε τρίποδα καταργυρώσας Φιλόχ. 62, ἔκδ. Siebelis.· καταργυροῦν τὰ κλινίδια Πλουτ. Ἠθ. 166Β· καταργυρωμένους (Ἰων. ἀντὶ κατηρ-) ἔχων τοὺς προμαχεῶνας Ἡρόδ. 1. 98· τὴν ἔνδοθεν ἐπιφάνειαν κατηργυρωμένην Διόδ. 1, 57. ΙΙ. ἀγοράζωδιαφθείρω δι’ ἀργυρίου, ἄθρησον εἰ κατηργυρωμένος λέγω, «ἀργυρίῳ πεισθεὶς ἢ δωροδοκήσας» Σχόλ. εἰς Σοφ. Ἀντ. 1077· πρβλ. ὑπάργυρος.

Greek Monotonic

καταργῠρόω: μέλ. -ώσω,
I. καλύπτω με ασήμι — Παθ., καταργυρωμένος (Ιων. αντί κατηργ-), επάργυρος, σε Ηρόδ.
II. αγοράζω ή δωροδοκώ με ασήμι, κατηργυρωμένος, σε Σοφ.

Middle Liddell

fut. ώσω
I. to cover with silver:—Pass., καταργυρωμένος (ionic for κατηργ-) silvered, Hdt.
II. to buy or bribe with silver, κατηργυρωμένος Soph.