ἐπιφράσσω

From LSJ
Revision as of 10:38, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιφράσσω Medium diacritics: ἐπιφράσσω Low diacritics: επιφράσσω Capitals: ΕΠΙΦΡΑΣΣΩ
Transliteration A: epiphrássō Transliteration B: epiphrassō Transliteration C: epifrasso Beta Code: e)pifra/ssw

English (LSJ)

Att. ἐπιφράττω, block up, ὕλῃ [τὴν δίοδον Thphr. HP 9.3.2; πόρους Nic.Al.285: metaph., Ph.1.299, al.:—Med., κηρῷ ἐ. τὰ ὦτα stop one's ears, Luc.Im.14:—Pass., to be obstructed, Placit.2.29.1; τὰ τοῦ μέλλοντος ἀκούειν ὦτα ἐπεφράχθη Ph.2.165.

German (Pape)

[Seite 1001] att. -φράττω, von oben her verstopfen, verschließen, δίοδον Theophr.; πόρους Nic. Al. 286; ὦτα κηρῷ Luc. im. 14; Plut. u. a. Sp.; pass. ἐπέφρακτο D. C. 74, 7; – med. sich verstopfen, τὰ ὦτα Luc. pro imag. 1.

French (Bailly abrégé)

f. ἐπιφράξω, Pass. pqp. 3ᵉ sg. ἐπέφρακτο;
boucher, obstruer, intercepter : τῇ σελήνῃ PLUT cacher la lune en parl. d'une éclipse;
Moy. ἐπιφράσσομαι se boucher : τὰ ὦτα LUC les oreilles.
Étymologie: ἐπί, φράσσω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιφράσσω: атт. ἐπιφράττω (aor. pass. ἐπεφράγμην)
1 закрывать, закупоривать (τὸ στόμιον Plut.): ἐ. τῇ σελήνῃ Plut. закрывать луну (о затмении); κηρῷ ἐπιφράσσεσθαι τὰ ὦτα Luc. затыкать себе уши воском;
2 pass. быть защищенным (πρός τι Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιφράσσω: Ἀττ. -ττω: μέλλ. -ξω· φράττω, κλείω, ταύτην τὴν δίοδον ἐπιφράξαντες τῇ ὕλῃ Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 3, 2· πόρους Νικ. Ἀλεξιφ. 285: ― Μέσ., καὶ ἢν κηρῷ ἐπιφράξῃ τὰ ὦτα, καὶ ἂν διὰ κηροῦ ἐπιφράξῃς τὰ ὦτά σου, Λουκ. Εἰκ. 14, Γρηγ. Νύσσ. τ. 1, σ. 150Ε. ― Παθ. τοῦ στομίου τοῦ περὶ τὸν τροχὸν ἐπιφραττομένου Πλούτ. 2. 891Ε.

Greek Monolingual

ἐπιφράσσω και αττ. τ. ἐπιφράττω) φράσσω
φράζω, κλείνω με φράγμα από πάνω («ταύτην [τὴν δίοδον] ἐπιφράξαντες τῇ ὕλῃ», Θεόφρ.).

Greek Monotonic

ἐπιφράσσω: Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, φράζω, κλείνω, σε Θεόφρ. — Μέσ., ἐπιφράσσω τὰ ὦτα, κλείνω τα αυτιά μου, τα βουλώνω, σε Λουκ.

Middle Liddell

attic -ττω fut. ξω
to block up, Theophr.: —Mid., ἐπ. τὰ ὦτα to stop one's ears, Luc.