ἐνίσσω

Revision as of 10:40, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

Ep. collat. form of ἐνίπτω, attack, reproach, ἐκπάγλοις ἐπέεσσιν ἐνισσέμεν Il.15.198; ὀνειδείοισιν ἐνίσσων 22.497; ἔπεσσ' αἰσχροῖσιν ἐνίσσων 24.238: also generally, maltreat, ἔπεσίν τε κακοῖσιν ἐνίσσομεν ἠδὲ βολῇσιν Od.24.161:—Pass., βαλλόμενος καὶ ἐνισσόμενος ib.163.

Spanish (DGE)

• Morfología: [pres. inf. ἐνισσέμεν Il.15.198]
amonestar, increpar ἐκπάγλοις ἐπέεσσιν ἐνισσέμεν Il.l.c., ὀνειδείοισιν Il.22.497, ἔπεσσ' αἰσχροῖσιν Il.24.238, ἔπεσίν τε κακοῖσιν ἐνίσσομεν ἠδὲ βολῇσιν Od.24.161, en v. pas. βαλλόμενος καὶ ἐνισσόμενος Od.24.163.
• Etimología: De ἐν y un pres. red. de la r. *sek- c. suf. *-i̯e/-o: *en-si-sk-i̯e/o.

German (Pape)

[Seite 845] nur praes. u. impf., = ἐνίπτω, anfahren, schelten, ἐκπάγλοις, αἰσχροῖς ἐπέεσσι, ὀνειδείοισι, Il. 15, 198. 22, 497. 24, 238; auch von thätlichen Mißhandlungen, ἔπεσίν τε κακοῐσιν ἐνίσσομεν ἠδὲ βολῇσιν, mit Schmähreden u. Würfen fuhren wir auf ihn los, Od. 24, 161; dah. ἐνισσόμενος, gemißhandelt, ib. 163.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et impf.
blâmer, attaquer : ὀνειδείοισιν IL, ἔπεσσ' ἐκπάγλοις IL, ἔπεσσ' αἰσχροῖσιν IL attaquer avec des paroles injurieuses ; en gén. maltraiter (en paroles et par des coups) ; Pass. ἐνισσόμενος, blâmé, gourmandé.
Étymologie: cf. ἐνίπτω.

Russian (Dvoretsky)

ἐνίσσω: Hom. = ἐνίπτω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνίσσω: Ἐπικ. τύπος ἰσοδύναμος τῷ ἐνίπτω, καθάπτομαι, ἐπιπλήττω, ὀνειδίζω, ἐκπάγλοις ἐπέεσσιν ἐνισσέμεν Ἰλ. Ο. 198· ὀνειδείοισιν ἐνίσσων Χ. 497· ἐπέεσσ’ αἰσχροῖσιν ἐνίσσων Ω. 238· ἀλλὰ καὶ διχῶς, δηλ. οὐ μόνον διὰ λόγων ἀλλὰ καὶ διὰ πληγῶν, ἀλλ’ ἔπεσίν τε κακοῖσιν ἐνίσσομεν ἠδὲ βολῇσιν, «λόγοις τε καὶ πληγαῖς» (Εὐστ.), Ὀδ. Ω. 161: - Παθ., ἐνισσόμενος, κακοποιούμενος, Ω. 163.

English (Autenrieth)

inf. ἐνισσέμεν, ipf. ἐνίσσομεν, pass. part. ἐνισσόμενος: parallel form of ἐνίπτω.

Greek Monolingual

ἐνίσσω (Α)
παράλλ. τ. του ενίπτω
1. επιπλήττω, ονειδίζω, προσβάλλω
2. κακομεταχειρίζομαι («ἀλλ' ἔπεσίν τε κακοῖσιν ἐνίσσομεν ἠδὲ βολῆσιν» — τον προσβάλλαμε, τον κακομεταχειριζόμαστε με κακούς και προσβλητικούς λόγους και χτυπήματα, Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ενιπή].

Greek Monotonic

ἐνίσσω: παραπλήσιος τύπος του ἐνίπτω, επιτίθεμαι, ορμώ, προσβάλλω, μέμφομαι, κατηγορώ, σε Όμηρ.· Επικ. απαρ. ἐνισσέμεν, σε Ομήρ. Ιλ. — Παθ., ἐνισσόμενος, κακοποιούμενος, στο ίδ.

Middle Liddell

[collat. form of ἐνίπτω
to attack, reproach, Hom.; epic inf. ἐνισσέμεν Il.:—Pass., ἐνισσόμενος = misused, Il.