στρωματόδεσμον

From LSJ
Revision as of 10:40, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στρωμᾰτόδεσμον Medium diacritics: στρωματόδεσμον Low diacritics: στρωματόδεσμον Capitals: ΣΤΡΩΜΑΤΟΔΕΣΜΟΝ
Transliteration A: strōmatódesmon Transliteration B: strōmatodesmon Transliteration C: stromatodesmon Beta Code: strwmato/desmon

English (LSJ)

τό, a leather or linen sack in which slaves had to tie up the bedclothes (στρώματα), Ar.Fr.253, Pherecr.185, X.An.5.4.13, Aeschin.2.99; σ. συσκευάσασθαι Pl.Tht.175e; δῆσαι Arist. Mu.398a8: also στρωματόδεσμος, ὁ, Amips.38, Plu.Caes.49, cf. Phryn. 379.

German (Pape)

[Seite 957] τό, = Folgdm, Aesch. 2, 99; vgl. B. A. 113.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
c. στρωματόδεσμος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στρωματόδεσμον -ου, τό [στρῶμα, δέω] beddenzak (om het beddengoed in te doen).

Russian (Dvoretsky)

στρωμᾰτόδεσμον: τό мешок для постельных принадлежностей Arph., Xen., Plat., Aeschin.

Greek Monolingual

τὸ, Α
δερμάτινος ή λινός σάκος στον οποίο οι δούλοι τύλιγαν και έδεναν τα στρώματα, οτρωματόδεσμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. στρῶμα, -ώματος + δεσμός.

Greek Monotonic

στρωμᾰτόδεσμον: τό, δερμάτινος ή λινός σάκκος, μέσα στον οποίο οι δούλοι έπρεπε να τυλίξουν τα κλινοσκεπάσματα (στρώματα), σε Ξεν., Αισχίν.

Greek (Liddell-Scott)

στρωμᾰτόδεσμον: τό, δερμάτινοςλινοῦς σάκκος ἐν ᾧ οἱ δοῦλοι ἐτύλισσον καὶ ἔδενον τὰ στρώματα, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 249, Φερεκρ. ἐν «Κραπατάλλοις» 9, Ξεν. Ἀνάβ. 5. 4, 13, Αἰσχίν. 41. 10· στρ. συσκευάζεσθαι Πλάτ. Θεαίτ. 1 75Ε· δῆσαι Ἀριστ. π. Κόσμ. 6, 8· ἱμάντι συνδῆσαι Πλουτ. Καῖσ. 49. - Ἐν τῷ τελευταίῳ χωρίῳ εἶναι ἀρσ., πρβλ. Α. Β. 113, Λοβέκ. εἰς Φρύν. 401.

Middle Liddell

στρωμᾰτό-δεσμον, ου, τό,
a leather or linen sack in which slaves had to tie up the bedclothes (στρώματἀ, Xen., Aeschin.