ἱμονιά

From LSJ
Revision as of 10:41, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter

Menander, Monostichoi, 171
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱμονιά Medium diacritics: ἱμονιά Low diacritics: ιμονιά Capitals: ΙΜΟΝΙΑ
Transliteration A: himoniá Transliteration B: himonia Transliteration C: imonia Beta Code: i(monia/

English (LSJ)

[prob. ῑ, cf. An.Ox.1.217], ἡ, (ἱμάς) well-rope, Alex.174.9, Apollod.Gel.1 (pl.), Ph.2.89 (pl.), Luc.Icar.7, JConf.8, Hsch.; ἱμονιάν (abs.) a rope's length, i.e. as long as a bucket takes to go down and come up a well, Ar.Ec.351.

German (Pape)

[Seite 1253] ἡ, = ἱμητήριον, nach Schol. Ar. Ran. 1297 τὸ τῶν ἀντλημάτων σχοινίον, das gewöhnlich in den Brunnen hinabhängt, vgl. Ath. III, 125 a IV, 170 c; komisch ἱμονιάν τιν' ἀποπατεῖς Ar. Eccl. 351.

French (Bailly abrégé)

ᾶς (ἡ) :
corde de puits.
Étymologie: ἱμάω.

Greek Monolingual

ἱμονιά, ἡ (ΑΜ)
1. το σχοινί με το οποίο τραβούν τον κουβά από το πηγάδι
2. μήκος σχοινιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τον τ. ἱμάς, -άντος (βλ. ιμάντας), προέρχεται πιθ. από ἵμων (πρβλ. αρχ. σαξων. sĩmo «κορδόνι», αρχ. ινδ. sĭman- «όριο» και ελλ. ιμανήθρη), σχηματισμένο με έρρινο επίθημα (-νιά)].

Greek Monotonic

ἱμονιά: [ῐ], ἡ (ἱμάς), σχοινί για άντληση νερού από πηγάδι, για γεώτρηση, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἱμονιά: (ῐμ) ἡ веревка (колодезная), длинный канат (шутл. перен. у Arph.).

Frisk Etymological English

Meaning: well-rope
See also: s. ἱμάς.

Middle Liddell

ἱ˘μονιά, ἡ, ἱμάς
the rope of a draw-well, Ar.

Frisk Etymology German

ἱμονιά: {himoniá}
Meaning: Brunnenseil
See also: s. zu ἱμάς.
Page 1,726