Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σύλλεκτρος

From LSJ
Revision as of 10:42, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist

Menander, Monostichoi, 373
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύλλεκτρος Medium diacritics: σύλλεκτρος Low diacritics: σύλλεκτρος Capitals: ΣΥΛΛΕΚΤΡΟΣ
Transliteration A: sýllektros Transliteration B: syllektros Transliteration C: syllektros Beta Code: su/llektros

English (LSJ)

σύλλεκτρον, partner of the bed, husband or wife, E.HF1268, cf. Supp.Epigr.2.874 (Egypt); σ. ἄνασσα AP9.657 (Marian.); σ. Διός sharing [Alcmena's] bed with Zeus, of Amphitryon, E.HF 1; so, of Ixion, σ. τῷ Διί Luc.D Deor.6.5.

German (Pape)

[Seite 975] ὁ, ἡ, Bettgenosse, Ehegattinn, Eur. Herc. Fur. 1268 u. sp. D., wie Agath. 49 (IX, 657); auch Luc. D. D. 6, 5.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui partage la couche de, gén. ou dat..
Étymologie: σύν, λέκτρον.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σύλλεκτρος -οῦ, ὁ [σύν, λέκτρον] iemand die het bed deelt, bedgenoot, van een echtgenote; Eur. HF 1268; van mannen. τὸν Δίος σύλλεκτρον degene die het bed deelde met Zeus (d.w.z. die net als Zeus met Alcmene naar bed ging) Eur. HF 1; σ. τῷ Διί bedgenoot van Zeus (van Ixion, die met Hera naar bed wilde) Luc. 79.9.5.

Russian (Dvoretsky)

σύλλεκτρος: II ὁ и ἡ супруг(а) Eur., Anth.
разделяющий ложе (Διός Eur. и τῷ Διί Luc.).

Greek Monolingual

-ον και ως ουσ. σύλλεκτρος, ό, ἡ, ΜΑ
σύνευνος, σύζυγος
αρχ.
φρ. «ὁ Διὸς σύλλεκτρος»
α) προσωνυμία του Αμφιτρύωνος επειδή κοιμήθηκε στο συζυγικό κρεβάτι της Αλκμήνης και του Διός
β) προσωνυμία του Ιξίονος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -λεκτρος (< λέκτρον), πρβλ. ομόλεκτρος].

Greek Monotonic

σύλλεκτρος: -ον (λέκτρον), σύντροφος στο ίδιο κρεβάτι, ερωτικός σύντροφος, λέγεται για άντρα ή γυναίκα, σύζυγος, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

σύλλεκτρος: -ον, ὁ συμμετέχων τοῦ αὐτοῦ λέκτρου, σύνευνος, ἐπὶ ἀνδρὸς ἢ γυναικὸς, Εὐριπ. Ἡρ. Μαιν. 1268· τὸν Διὸς σύλλεκτρον, τὸν συγκοινωνοῦντα τῆς κοίτης [τῆς Ἀλκμήνης] μετὰ τοῦ Διός, περὶ τοῦ Ἀμφιτρύωνος, αὐτόθι 1· οὕτω περὶ τοῦ Ἰξίονος, σ. τῷ Διῒ Λουκ. Θεῶν Διάλ. 6. 5.

Middle Liddell

σύλ-λεκτρος, ον, λέκτρον
partner of the bed, Eur.

English (Woodhouse)

husband, wife, of a man

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)