διακλίνω

From LSJ
Revision as of 10:43, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Δόλιον γὰρ ἄνδρα φεῦγε παρ' ὅλον τὸν βίον → Dum vivis, insidiosos curriculo fuge → Den Hinterhältigen fliehe, dein ganzes Leben lang

Menander, Monostichoi, 131
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διακλίνω Medium diacritics: διακλίνω Low diacritics: διακλίνω Capitals: ΔΙΑΚΛΙΝΩ
Transliteration A: diaklínō Transliteration B: diaklinō Transliteration C: diaklino Beta Code: diakli/nw

English (LSJ)

[ῑ]
A turn away, retreat from, τῆς ἀγορᾶς Plb.11.9.8; ἀπό τινος Id.6.41.11.
2 c. acc., evade, shun, Id.35.4.6; φίλημα Plu. Alex.54.
3 bend, πῆχυν Philostr.Im.2.18.

Spanish (DGE)

I desviarse, alejarse de ἀπὸ τῶν πυλῶν Plb.6.41.11, τῆς ἀγορᾶς Plb.11.9.8.
II tr.
1 evitar, esquivar τὴν φυγήν Plb.11.15.5, τὴν ἀπάντησιν Plb.38.11.3, τὰς καταγραφάς Plb.35.4.6, τὴν ὀξεῖαν καὶ ἐλαφρὰν κίνησιν πρὸς τὸ διακλῖναι D.Chr.2.61, τὸ φίλημα Chares 14a, c. inf. κατὰ στόμα μὲν παρατάττεσθαι διέκλινον evitaban tener un encuentro frontal D.S.11.77.
2 doblar πῆχυν Philostr.Im.2.18.

German (Pape)

[Seite 582] (s. κλίνω), 1) ausweichen, vermelden, τὰς καταγραφάς Pol. 35, 4; τὸ φἰλημα Plut. Alex. 54. – 2) absol., Pol. 7, 11; τῆς ἀγορᾶς, vom Markt abgehen, 11, 9; auch ἀπὸ τῶν πυλῶν, 6, 41.

French (Bailly abrégé)

1 se détourner de, s'éloigner de;
2 fig. esquiver, échapper à, acc..
Étymologie: διά, κλίνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-κλίνω vermijden.

Russian (Dvoretsky)

διακλίνω: (ῑ)
1 отклоняться в сторону, уходить (τινός и ἀπό τινος Polyb.);
2 отклоняться, уклоняться, избегать (τι Polyb., Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

διακλίνω: ἀπομακρύνομαι, ἀποχωρῶ ἀπό, τῆς ἀγορᾶς Πολύβ. 11. 9, 8· ἀπό τινος ὁ αὐτ. 6. 41, 11. 2) μετ’ αἰτιατ., ἀποκλίνω, ἀποφεύγω, ὁ αὐτ. 35. 4, 6.

Greek Monolingual

διακλίνω (AM)
μσν.
κάνω κάποιον να διατεθεί ευνοϊκά απέναντι μου
αρχ.
1. αποχωρώ, απομακρύνομαι
2. αποφεύγω.

Greek Monotonic

διακλίνω: [ῑ], μέλ. -κλῐνῶ, στρέφομαι μακριά, υποχωρώ, σε Πολύβ.

Middle Liddell

fut. -κλῐνῶ
to turn away, retreat, Polyb.