φιλαρχία
οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ' ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι → he is no better than a woman, no man is any longer permitted to transact business over the one-bushel limit?
English (LSJ)
ἡ, love of rule, lust of power, Thphr. Char.26.1, Plb.6.49.3, Phld.Piet.22, LXX 4 Ma.2.15, Gal.Anim.Pass.1.7, Jul.Caes. 308d, freq. in Plu., as Mar.2, al.: in plural, Id.Eum.13; efforts to gain power, Id.Cic.10.
German (Pape)
[Seite 1275] ἡ, Herrschlust, Herrschbegierde; Pol. 6, 49, 3 u. öfter; D. Hal. u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
amour du pouvoir ; αἱ φιλαρχίαι tentatives ambitieuses.
Étymologie: φίλαρχος.
Russian (Dvoretsky)
φιλαρχία: ἡ властолюбие Polyb., Plut., Diod.: αἱ φιλαρχίαι Plut. властолюбивые замыслы.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλαρχία: ἡ, ἀγάπη πρὸς τὸ ἄρχειν, ἐπιθυμία ἐξουσίας, Θεοφρ. Χαρακ. 26, Πολύβ. 6. 49, 3, καὶ συχν. παρὰ Πλουτ., ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ κακῆς σημασίας· ἐν τῷ πληθ., φιλόδοξοι προσπάθειαι, Πλουτ. Εὐμ. 13, κ. ἀλλ.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ φίλαρχος
έντονη αγάπη για αρχή, για εξουσία
αρχ.
στον πληθ. αἱ φιλαρχίαι
φιλόδοξες προσπάθειες.
Greek Monotonic
φῐλαρχία: ἡ, αγάπη για τους κανόνες, επιθυμία για δύναμη, σε Θεόκρ., Πλούτ.