ἀποσκίασμα
οὐχ οὗτός ἐστιν ὁ τοῦ τέκτονος υἱός; οὐχ ἡ μήτηρ αὐτοῦ λέγεται Μαριὰμ καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ Ἰάκωβος καὶ Ἰωσὴφ καὶ Σίμων καὶ Ἰούδας; → “Isn't he the carpenter's son? Isn't his mother's name Mary, and aren't his brothers Jacob and Joseph and Shimon and Judah? (Matthew 13:55)
English (LSJ)
-ατος, τό,
A shadow, ἀποσκίασμα τροπῆς a shadow cast by turning, Ep.Jac.1.16, cf. Porph. in Ptol.193, Suid. s.v. ἀνθήλιος.
II illusion, deceit, Men. Prot.p.118 D.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
I 1sombra proyectada, sombra ἀ. τι τῶν ὑψηλῶν ἐν αὐτῇ μερῶν de la forma de la luna Placit.2.30.3 (= Democr.A 90)
•a causa de los giros de los cuerpos celestes sombra, zona de sombra τὸ ἀ. τῆς τοῦ ἡλίου ἀνταυγείας Theopomp.400, τροπῆς ἀποσκίασμα oscurecimiento por efecto de un cambio, Ep.Iac.1.17, cf. Sud.s.u. ἀνθήλιος.
2 imagen vana, rastro fig. τῆς ἀληθείας Basil.M.30.37C, cf. Gr.Naz.M.36.125C
•sombra chinesca, engaño ἀποσκιάσματα καὶ φενακισμοί Men.Prot.p.118.
II ensombrecimiento τὸ σκότος ... οὐρανοῦ γὰρ καὶ γῆς ἐστιν ἀ. Thdt.Qu.in Ge.7, cf. Gr.Nyss.Hex.13
•ensombrecimiento, ocultación τῆς δυνάμεως Gr.Nyss.Res.p.291.20.
French (New Testament)
ατος (τὸ) (t. d'astron.) ombre, obscurcissement, assombrissement (par éclipse)
ἀποσκιάζω
German (Pape)
[Seite 324] τό, der geworfene Schatten, Sp.
Russian (Dvoretsky)
ἀποσκίασμα: ατος τό тень: οὐκ ἀποσκίασμα NT ни тени, т. е. ни намека.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποσκίασμα: -ατος, τό, σκιὰ σώματός τινος, Σουΐδ. ἐν λ. ἀνθήλιος. 2) σκιαγραφία, σκιαγράφημα, ἀληθείας ἴνδαλμα καὶ ἀποσκίασμα Γρηγ. Ναζ.
English (Strong)
from a compound of ἀπό and a derivative of σκιά; a shading off, i.e. obscuration: shadow.
English (Thayer)
ἀποσκιαστος, τό (σκιάζω, from σκιά), a shade cast by one object upon another, a shadow: τροπῆς ἀποσκίασμα shadow caused by revolution, ἀπαύγασμα.
Greek Monolingual
το (ΑΜ ἀποσκίασμα)
η σκιά
αρχ.
σκιαγράφημα.
Chinese
原文音譯:¢posk⋯asma 阿坡-士企阿士馬
詞類次數:名詞(1)
原文字根:從-遮蓋
字義溯源:蔭影,影兒;由(ἀπό / ἀπαρτί / ἀποπέμπω)*=從,出,離)與(σκιά)*=蔭,影子)組成
出現次數:總共(1);雅(1)
譯字彙編:
1) 影兒(1) 雅1:17