ἀνεπηρέαστος
ὥσπερ γὰρ ζώου τῶν ὄψεων ἀφαιρεθεισῶν ἀχρειοῦται τὸ ὅλον, οὕτως ἐξ ἱστορίας ἀναιρεθείσης τῆς ἀληθείας τὸ καταλειπόμενον αὐτῆς ἀνωφελὲς γίνεται διήγημα → for just as a living creature which has lost its eyesight is wholly incapacitated, so if history is stripped of her truth all that is left is but an idle tale | for, just as closed eyes make the rest of an animal useless, what is left from a history blind to the truth is just a pointless tale
English (LSJ)
ἀνεπηρέαστον, free from injury or insult, unmolested, D.S.31.8, Memn.2.3, J.AJ14.10.6, PFlor.91.17 (ii A.D.), cf. BGU1022.24: Medic., uninjured, Archig. ap. Orib.8.1.6, Id. ap. Aët.8.73. Adv. ἀνεπηρεάστως J.AJ 16.2.5.
Spanish (DGE)
-ον
• Morfología: [fem. -η IPE 2.54.11 (Panticapeo III d.C.)]
I 1de pers. no injuriado, no insultado D.S.31.8, I.AI 16.60, Ptol.Tetr.4.7.2, Wilcken Chr.1.26.20
•no molestado ἀνηβρίστους (sic) καὶ ἀνηπερεάστους (sic) διαφυ[λ] άσιν ὑμᾶς SB 11012.2.3 (I d.C.), cf. PSAAthen.58.1 (II d.C.), SB 9897.12 (II/III d.C.), PWisc.1.2.41 (III d.C.), IPE l.c., POxy.2721.28 (III d.C.), PLond.971.11 (IV d.C.), SB 9763.43 (V d.C.).
2 medic. no lastimado, no afectado ἵνα ἀ. μὲν ἡ κάτω κοιλία γένηται Archig. en Orib.8.1.6, cf. Archig. en Aët.8.73 (p.538).
3 subst. τὸ ἀ. situación de seguridad Nil.M.79.924B, PFlor.323.13 (VI d.C.).
II adv. -ως
1 sin ser dañado, a salvo ἀ. οἴκοι μενέτω Nil.M.79.777A.
2 sin burla ἀ. ἀκούειν Gr.Nyss.Eun.3.6.18.
German (Pape)
[Seite 224] nicht gekränkt, τινός, Ioseph.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεπηρέαστος: -ον, ὁ ἄνευ ἐπηρείας, ὕβρεως, Μέμν. 11, Ἀρχιγ. παρὰ Matth. 153. - Ἐπίρρ. -τως Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰουδ. 16. 2, ἐν τέλ.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀνεπηρέαστος, -ον)
νεοελλ.
1. (για πρόσωπα) μη επηρεαζόμενος, αντικειμενικός, αμερόληπτος, χωρίς προκατάληψη
2. (για πράγματα) αναλλοίωτος, αμετάβλητος
αρχ.
αβλαβής.