Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐκφαυλίζω

From LSJ
Revision as of 10:45, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκφαυλίζω Medium diacritics: ἐκφαυλίζω Low diacritics: εκφαυλίζω Capitals: ΕΚΦΑΥΛΙΖΩ
Transliteration A: ekphaulízō Transliteration B: ekphaulizō Transliteration C: ekfavlizo Beta Code: e)kfauli/zw

English (LSJ)

depreciate, disparage, pour contempt on, J.AJ2.14.1, al., Arr.An.1.13.6, Luc.Merc.Cond.11, Hld.10.12; τινὰ τῆς ὀργῆς J. AJ5.8.6; reject with scorn, Ael.VH9.41, NA4.37 (Pass.): c. inf., disdain to do, ib.11.31.

Spanish (DGE)

menospreciar, desdeñar τὸν οἶκον τοῦ Ισραηλ LXX Iu.14.5, τοὺς μικροὺς τῶν ἰχθύων Ath.358f, θυγατέρα τὴν σήν Hld.10.12.1, cf. 31.4, τοὺς Μωυσέος λόγους I.AI 2.293, τὴν δύναμιν ... αὐτῶν I.AI 6.98, σμικρὸν ῥεῦμα -οὕτω τῷ ὀνόματι τὸν Γράνικον ἐκφαυλίσας- riachuelo -con ese nombre menospreciaba al río Gránico- Arr.An.1.13.6, τι τῶν λεγομένων Luc.Merc.Cond.11, cf. Rh.Pr.18, Ael.VH 9.41, τοὺς Ἀθηναίους ... ἐκφαυλίζων D.L.6.1
c. inf. τὸν ἄλογον ... ἰάσασθαι Ael.NA 11.31, en v. pas. τὰ ἐκφαυλισθέντα (ᾠά) huevos desdeñados, e.d. no empollados Ael.NA 4.37.

German (Pape)

[Seite 784] schlecht machen, verkleinern, verschmähen, τί, Luc. merc. cond. 11 u. a. Sp.; τινός, Ios.

French (Bailly abrégé)

déprécier, acc. ; ἐκφ. ποιεῖν τι ÉL dédaigner de faire qch.
Étymologie: ἐκ, φαῦλος.

Russian (Dvoretsky)

ἐκφαυλίζω: порочить или порицать (τι τῶν λεγομένων Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐκφαυλίζω: ὑποβιβάζω, ἐξευτελίζω, περιφρονῶ, θεωρῶ ἀνάξιον λόγου, Λουκ. περὶ τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόν. 11· ἀπορρίπτω τι ὡς μὴ καλόν, Αἰλ. π. Ζ. 4. 37· μετ᾿ ἀπαρεμ., ἀπαξιῶ νὰ πράξω τι, οὐδὲ ἐξεφαύλισε τὸν ἄλογον καὶ ἄφωνον (δηλ. ἵππον) ἰάσασθαι αὐτόθι 11. 31.

Greek Monolingual

(AM ἐκφαυλίζω)
μσν.- νεοελλ.
κάνω κάτι ή κάποιον φαύλο, ευτελή, χειρότερο από ηθική άποψη, εξευτελίζω, διαφθείρω, εξαχρειώνω, εκφυλίζω
«η φτώχεια εκφαυλίζει τους ανθρώπους»
«έπειτα από κάθε πόλεμο τα ήθη εκφαυλίζονται»
μσν.-αρχ.
περιφρονώ, θεωρώ ανάξιο λόγου
θρησκεία τῶν Ἀγαρηνῶν ἐγὼ τὴν ἐκφαυλίζω, συντάσσομαι μὲ τὸν Χριστόν», Διγ.)
αρχ.
1. απορρίπτω κάτι ως κακό ή άχρηστο («τὰ ἐκφαυλισθέντα τούτοις τροφὴν παρατίθησι», Αιλ.)
2. (με απρφ.) απαξιώ να κάνω κάτι («οὐδὲ ἐξεφαύλισε τὸν ἄλογον καὶ ἄφωνον (ἵππον) ἰάσασθαι», Αιλ.)
3. είμαι ανίσχυρος, δεν έχω δύναμη («ἡ τῶν ἰατρῶν ἐκπεφαύλισται κρίσις», Φιλής).

Greek Monotonic

ἐκφαυλίζω: μέλ. Αττ. -ιῶ, υποτιμώ, θεωρώ κάτι ανάξιο λόγου, απαξιώ, σε Λουκ.

Middle Liddell

fut. Attic ιῶ
to depreciate, Luc.