ἰσοδυναμία

From LSJ
Revision as of 10:46, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσοςMedicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last

Menander, Monostichoi, 268
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσοδῠνᾰμία Medium diacritics: ἰσοδυναμία Low diacritics: ισοδυναμία Capitals: ΙΣΟΔΥΝΑΜΙΑ
Transliteration A: isodynamía Transliteration B: isodynamia Transliteration C: isodynamia Beta Code: i)sodunami/a

English (LSJ)

ἡ,
A equal force or power, Ti.Locr.95b.
2 equivalence in meaning, A.D.Conj.244.17.
3 Astrol., equipollence, Ptol.Tetr.132, Vett.Val.296.11.

German (Pape)

[Seite 1264] ἡ, gleiche Macht, Bedeutung, Geltung; Tim. Locr. 95 c; Sp.

Russian (Dvoretsky)

ἰσοδῠνᾰμία:равенство сил Plat.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσοδῠνᾰμία: ἡ, ἴση δύναμιςἰσχύς, Τίμ. Λοκρ. 95Β.

Greek Monolingual

ἡ (Α ἰσοδυναμία) ισοδύναμος
1. η ιδιότητα του ισοδύναμου, ίση δύναμη, ισότητα δύναμης ή ισχύος
2. ομοιότητα στη σημασία ή στην αξία
3. φυσιολ. η ικανότητα διαφόρων τροφών να αντικαθίστανται με άλλες τροφές, σε διάφορες ποσότητες, επειδή έχουν την ίδια ενεργειακή αξία.