ὄζαινα
English (LSJ)
ἡ, (ὄζω)
A a fetid polypus in the nose, Gal.12.678, Poll.4.204, POxy.1088.28.
II a strong-smelling sea-polypus, also called ὀσμύλη and βολβίταινα, Call.Fr.38.
German (Pape)
[Seite 295] ἡ, ein übelriechendes Gewächs in der Nase, ein Na senpolyp, Medic. – Auch ein starkriechender Meerpolyp, Ath. VII, 329 a.
Greek (Liddell-Scott)
ὄζαινα: ἡ, (ὄζω) «ἕλκωσις ἐν τῷ βάθει τῶν μυκτήρων μέχρι τῶν καλουμένων ἠθμοειδῶν σαρκῶν, πυῶδες καὶ δυσῶδες ὑγρὸν ἀφιεῖσα, τὴν αἴσθησιν ἐμποδίζουσα» Πολυδ. Δ΄, 204. ΙΙ. θαλάσσιος πολύπους βαρεῖαν ἐκπέμπων ὀσμήν, καλούμενος ὡσαύτως ὀσμύλος, ὀσμύλη ἢ ὀσμυλία, κοινῶς «μοσχοκτάποδον», Καλλ. Ἀποσπ. 28. - Κατὰ Κοραῆν (Ξενοκρ. κ. Γαλην. σ. 194) «τῶν ὀσμηρῶν δὲ τούτων πολυπόδων ἦν καὶ ἡ βολίταινα καὶ ἡ ἑλεδώνη, ἃς οἱ μὲν τὰς αὐτὰς εἶναι βούλονται τοῖς ὀσμύλοις, οἱ δὲ τῷ βαρυτέρῳ τῆς ὀσμῆς διαφέρειν ἐκείνων» κτλ.