μονόψηφος

From LSJ
Revision as of 10:48, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονόψηφος Medium diacritics: μονόψηφος Low diacritics: μονόψηφος Capitals: ΜΟΝΟΨΗΦΟΣ
Transliteration A: monópsēphos Transliteration B: monopsēphos Transliteration C: monopsifos Beta Code: mono/yhfos

English (LSJ)

Dor. μονόψαφος, ον, voting alone, μονόψαφον κατασχοῖσα ξίφος keeping her sword solitary of purpose, of Hypermnestra, Pi.N.10.6; μονοψήφοισι νεύμασιν, of Zeus, A.Supp.373 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 206] mit einem Steinchen, einer entscheidenden Stimme, ξίφος, Pind. N. 10, 6, das Schwert, welches Hypermnestra allein von allen Schwestern nicht zum Morde ihres Gatten gebrauchte, womit sie also allein, für sich eine Entscheidung traf; μονοψήφοισι νεύμασιν σέθεν, Aesch. Suppl. 368.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui décide à lui seul, qui suffit à décider.
Étymologie: μόνος, ψῆφος.

Russian (Dvoretsky)

μονόψηφος: дор. μονόψᾱφος 2
1 по-своему решающий: μονόψαφον ξίφος Pind. меч, решивший по-иному (о мече Гипермнестры, которая, в отличие от своих 49 сестер, сохранила жизнь своему супругу);
2 единолично решающий (νεύματα, sc. Διός Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

μονόψηφος: Δωρ. -ψᾱφος, ον, ὁ μόνος του ἀποφασίζων καὶ πράττων τι, οὐδ’ Ὑπερμνήστρα παρεπλάγχθη μονόψαφον ἐν κουλεῷ κατασχοῖσα ξίφος, οὐδὲ ἡ Ὑπερμνήστρα παρέκλινε τῆς εὐθείας ὁδοῦ ὅτε δι’ ἀνεξαρτήτου ἀποφάσεως (χωρὶς νὰ δώσῃ προσοχὴν εἰς τὰς ἀδελφάς της) ἐκράτησε τὸ ξίφος ἐν τῷ κολεῷ (καὶ δὲν ἐξήγαγεν αὐτὸ κατὰ τοῦ Λυγκέως), Πινδ. Ν. 10. 10· οὕτω μονοψήφοισι νεύμασι, ἐπὶ τοῦ Διός, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 373.

Greek Monolingual

μονόψηφος, -ον, δωρ. μονόψαφος (Α)
1. αυτός που παίρνει αποφάσεις και ενεργεί μόνος
2. αυτός που γίνεται, που εκτελείται αυτοβούλως, με προσωπική, ανεξάρτητη κρίση και απόφαση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -ψηφος (< ψῆφος), πρβλ. ισόψηφος, πολύψηφος].

Greek Monotonic

μονόψηφος: Δωρ. -ψᾶφος, -ον, αυτός που αποφασίζει να κάνει κάτι μόνος του, μονόψαφον κατασχοῖσα ξίφος, κρατώντας το ξίφος της με ξεχωριστό, δικό της σκοπό, λέγεται για την Υπερμνήστρα, σε Πίνδ.

Middle Liddell

μονό-ψηφος, δοριξ μονό-ψᾱφος, ον
voting alone, μονόψαφον κατασχοῖσα ξίφος keeping her sword solitary of purpose, of Hypermnestra, Pind.