ἰσόμορος

From LSJ
Revision as of 10:49, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

οὐκ ἔστιν οὐδείς, οὐδ' ὁ Μυσῶν ἔσχατοςthere is nobody, not even the last of the Mysians | there is nobody, not even the meanest of mankind

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσόμορος Medium diacritics: ἰσόμορος Low diacritics: ισόμορος Capitals: ΙΣΟΜΟΡΟΣ
Transliteration A: isómoros Transliteration B: isomoros Transliteration C: isomoros Beta Code: i)so/moros

English (LSJ)

ἰσόμορον, = ἰσόμοιρος, used by Poseidon of himself in relation to Zeus, Il.15.209: generally, like, τινι AP6.206 (Antip.Sid.); ἰσόμορον, τό, equal portion, Nic.Th.105, Androm. ap. Gal.14.41. [ῑσ- ll. cc.]

German (Pape)

[Seite 1265] gleichen Antheil habend, Il. 15, 209 u. sp. D. wie Nic. Th. 105; ἔργον ἀραχναίοις νήμασι, gleich, Antip. Sid. 21 (VI, 206).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a une part égale.
Étymologie: ἴσος, μόρος.

Russian (Dvoretsky)

ἰσόμορος:
1 имеющий одинаковую судьбу (ἰ. καὶ ὁμῆ πεπρωμένος αἴσῃ Hom.);
2 равный: ἀραχναίοις νήμασιν ἰ. Anth. тонкий как паутина.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσόμορος: -ον, = ἰσόμοιρος, λεγόμενον ὑπὸ τoῦ Πoσειδῶνoς περὶ ἑαυτοῦ ὡς ἰσομόρου πρὸς τὸν Δία, Ἰλ. Ο. 209· καθόλoυ, ὅμοιος, ἔργον ἀραχναίοις νήμασιν ἰσόμoρoν Ἀνθ. Π. 6. 206· ἰσόμορον, ἴσον μέρος, ἴσον μερίδιον, Νικ. Θηρ. 105, Ἀνδρόμαχος παρὰ Γαληv. 14, 41, 16. ἔκδ. Kühn. ῑσ-, ἴδε ἴσος ἐν τέλ.

Greek Monolingual

ἰσόμορος, -ον (Α)
1. (για τη σχέση του Ποσειδώνος με τον Δία) ισόμοιρος, με ίσο μερίδιο
2. όμοιος
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἰσόμορον
το ίσο μερίδιο, το ίσο μέρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -μορος (< μόρος), πρβλ. πρωτόμορος, ωκύμορος].

Greek Monotonic

ἰσόμορος: -ον, = ἰσόμοιρος, λέγεται από τον ίδιο τον Ποσειδώνα για τον εαυτό του ως ἰσομόρου προς τον Δία, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

ἰσό-μορος, ον = ἰσόμοιρος
used by Poseidon of himself as ἰσόμορος with Zeus, Il.