ὡραϊσμός

From LSJ
Revision as of 10:50, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὡρᾱϊσμός Medium diacritics: ὡραϊσμός Low diacritics: ωραϊσμός Capitals: ΩΡΑΪΣΜΟΣ
Transliteration A: hōraïsmós Transliteration B: hōraismos Transliteration C: oraismos Beta Code: w(rai+smo/s

English (LSJ)

ὁ, adornment, τοῦ σώματος, Plu.Agis 4; refinement, Id.2.972d; with notion of effeminacy and affectation, LXX Je.4.30: metaph. of style, elegance, D.H.Comp.1, Plu.Fab.1.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
beauté, grâce.
Étymologie: ὡραῖος.

Greek (Liddell-Scott)

ὡρᾱϊσμός: ὁ, καλλωπισμός, κομψότης, Πλουτ. Ἆγις 4., 2. 972D· ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον μετὰ τῆς ἐννοίας ἐκθηλύνσεως καὶ προσποιήσεως, Ἑβδ. (Ἱερ. Δ΄, 30)· μεταφορ. ἐπὶ ὕφους, Διονύσ. Ἁλ. περὶ Συνθ. 1, Πλουτ. Φάβ. 1.

Russian (Dvoretsky)

ὡρᾱϊσμός:украшение, прикраса Plat.

German (Pape)

[Seite 1414] ὁ, Schmuck, Putz, das Ausschmücken, Herausputzen, gew. im tadelnden Sinne; Schol. Pind. N. 8, 1; Eust. 317, 41; Plut. Fab. M. 1.

Greek Monolingual

ο / ὡραϊσμός, ΝΜΑ ὡραΐζω, -ομαι
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ωραΐζω, εξωραϊσμός
μσν.-αρχ.
ομορφιά, ωραιότητα
αρχ.
μτφ. α) εκθήλυνση
β) (για λεκτικό ύφος) κομψότητα.