προεξελαύνω

From LSJ
Revision as of 10:50, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἐν τοῖς κακοῖς δὲ τοὺς φίλους εὐεργέτει → Bene fac amicis, res habent quorum male → Im Unglück aber tue deinen Freunden wohl

Menander, Monostichoi, 147
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προεξελαύνω Medium diacritics: προεξελαύνω Low diacritics: προεξελαύνω Capitals: ΠΡΟΕΞΕΛΑΥΝΩ
Transliteration A: proexelaúnō Transliteration B: proexelaunō Transliteration C: proekselayno Beta Code: proecelau/nw

English (LSJ)

A ride out in front, Plu.Phil.7, etc.; τῶν ἄλλων ἱππέων Luc.DMeretr.13.1.
2 π. πλοίῳ run out in a ship in front, Plu.Nic.24.

German (Pape)

[Seite 720] (s. ἐλαύνω), vorher heraustreiben, u. intrans., sc. ἑαυτόν, ἵππον u. dgl., ausgehen, ausrücken, Sp., wie Luc. D. Mer. 13; πλοίῳ, Plut. Nic. 24. – Bei Plut. de glor. Ath. 2 Verbesserung für προσεξελάσαντες.

French (Bailly abrégé)

1 s'élancer (à cheval) avant, gén.;
2 s'élancer (sur un navire) au-devant ou contre, τινι.
Étymologie: πρό, ἐξελαύνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-εξελαύνω vooruitrijden (te paard): met gen..; προεξήλασα τῶν ἄλλων ἱππέων ik reed voor de andere ruiters uit Luc. 80.13.1; vooruit varen:. τῷ πλοίῳ met de vloot Plut. Nic. 24.2.

Russian (Dvoretsky)

προεξελαύνω: выезжать вперед (ἱππεῖς προεξελάσαι κελεύειν Plut.): τῶν ἄλλων ἱππέων π. Luc. помчаться, опередив прочих всадников; π. τῷ πλοίῳ Plut. заплыть далеко вперед на корабле.

Greek Monolingual

Α
1. εκδιώκω προηγουμένως
2. προχωρώ μπροστά από άλλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἐξελαύνω «διώχνω, οδηγώ έξω, επιτίθεμαι»].

Greek Monotonic

προεξελαύνω: μέλ. -ελάσω [ᾰ],
1. εκδιώκω από πριν, σε Πλούτ.
2. προεξελαύνω πλοίῳ, προχωρώ με πλοίο πριν από τους άλλους, στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

προεξελαύνω: μέλλ. -ελάσω, ἐκδιώκω πρότερον, Πλουτ. Φιλοπ. 7, κτλ.· τῶν ἄλλων ἱππέων Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 13. 1· 2) προχωρῶ πρὸ τῶν ἄλλων, προεξελάσαντα τῷ πλοίῳ Πλουτ. Νικ. 24.

Middle Liddell

fut. -ελάσω
1. to ride out before, Plut.
2. π. πλοίῳ to run out in a ship before, Plut.