προεξελαύνω
οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → there is no shame in, not knowing, inquiring
English (LSJ)
A ride out in front, Plu.Phil.7, etc.; τῶν ἄλλων ἱππέων Luc.DMeretr.13.1.
2 π. πλοίῳ run out in a ship in front, Plu.Nic.24.
German (Pape)
[Seite 720] (s. ἐλαύνω), vorher heraustreiben, u. intrans., sc. ἑαυτόν, ἵππον u. dgl., ausgehen, ausrücken, Sp., wie Luc. D. Mer. 13; πλοίῳ, Plut. Nic. 24. – Bei Plut. de glor. Ath. 2 Verbesserung für προσεξελάσαντες.
French (Bailly abrégé)
1 s'élancer (à cheval) avant, gén.;
2 s'élancer (sur un navire) au-devant ou contre, τινι.
Étymologie: πρό, ἐξελαύνω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-εξελαύνω vooruitrijden (te paard): met gen..; προεξήλασα τῶν ἄλλων ἱππέων ik reed voor de andere ruiters uit Luc. 80.13.1; vooruit varen:. τῷ πλοίῳ met de vloot Plut. Nic. 24.2.
Russian (Dvoretsky)
προεξελαύνω: выезжать вперед (ἱππεῖς προεξελάσαι κελεύειν Plut.): τῶν ἄλλων ἱππέων π. Luc. помчаться, опередив прочих всадников; π. τῷ πλοίῳ Plut. заплыть далеко вперед на корабле.
Greek Monolingual
Α
1. εκδιώκω προηγουμένως
2. προχωρώ μπροστά από άλλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἐξελαύνω «διώχνω, οδηγώ έξω, επιτίθεμαι»].
Greek Monotonic
προεξελαύνω: μέλ. -ελάσω [ᾰ],
1. εκδιώκω από πριν, σε Πλούτ.
2. προεξελαύνω πλοίῳ, προχωρώ με πλοίο πριν από τους άλλους, στον ίδ.
Greek (Liddell-Scott)
προεξελαύνω: μέλλ. -ελάσω, ἐκδιώκω πρότερον, Πλουτ. Φιλοπ. 7, κτλ.· τῶν ἄλλων ἱππέων Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 13. 1· 2) προχωρῶ πρὸ τῶν ἄλλων, προεξελάσαντα τῷ πλοίῳ Πλουτ. Νικ. 24.
Middle Liddell
fut. -ελάσω
1. to ride out before, Plut.
2. π. πλοίῳ to run out in a ship before, Plut.