ἀφαιρετός
ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ καὶ τῶν ἀγγέλων, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, γέγονα χαλκὸς ἠχῶν ἢ κύμβαλον ἀλαλάζον → though I speak with the tongues of men and of angels and have not charity I am become as sounding brass or a tinkling cymbal
English (LSJ)
ἀφαιρετόν,
A to be taken away, separable, Pl.Plt. 303e, Arr.Epict.3.24.3.
2 deducted, PRev.Laws55.1 (iii B. C.).
Spanish (DGE)
-όν
1 que es separable τὰ συγγενῆ τοῦ χρυσοῦ τίμια καὶ πυρὶ μόνον ἀφαιρετά los metales preciosos de la misma familia que el oro y que sólo son separables por el fuego Pl.Plt.303e, τοῦ δεσπότου ὁ δοῦλος ὥσπερ μόριον ... ἀφαιρετόν Arist.EE 1241b23.
2 que puede ser quitado o arrebatado ὁ θεὸς ... ἀφορμὰς ἔδωκεν ... τὰ μὲν κωλυτὰ καὶ ἀφαιρετὰ ... οὐκ ἴδια, τὰ δ' ἀκώλυτα ἴδια Dios ... concedió recursos ... unos que pueden ser prohibidos y arrebatados ... no propios, otros que no pueden ser prohibidos, propios Arr.Epict.3.24.3.
German (Pape)
[Seite 406] ή, όν, wegzunehmen, trennbar, Plat. Polit. 303 e; – ἀφαίρετος, ον, weggenommen, Paus. b. Lob. Paralip. 479.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
qu'on peut enlever ou séparer.
Étymologie: ἀφαιρέω.
Russian (Dvoretsky)
ἀφαιρετός: отделимый, устранимый (πυρὶ μόνον Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀφαιρετός: -όν, ὅν δύναταί τις νὰ ἀφαιρέσῃ, Πλάτ. Πολιτ. 303Ε ΙΙ. προπαροξ..., ἀφαίρετος, ὁ ἀφαιρεθείς, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 2. 4, 3· (περὶ τῆς διαφορᾶς τοῦ τονισμοῦ ἴδε Λοβ. Παραλειπ. 479: - ἀλλ’ ὑπάρχει ἀμφιβολία).
Greek Monotonic
ἀφαιρετός: -όν, αυτός που μπορεί να αφαιρεθεί, σε Πλάτ.