εἰκασμός
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
English (LSJ)
ὁ, conjecturing, guessing, D.H.6.71 (pl.); εἰκασμοῦ ἐπίρρημα conjectural adverb (ἴσως), D.T.642.8; ἐξ εἰκασμοῦ λέγειν Str.17.3.1, cf. Plu.Mar.11, Luc. Herm.16.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
1 conjetura, suposición μὴ δόξαις μήδ' εἰκασμοῖς χρώμενοι D.H.6.71, λέγομεν ἐξ εἰκασμοῦ Str.17.3.1, cf. Plu.Mar.11, Luc.Herm.16, Corp.Herm.Fr.17.6
•gram. τὰ ... εἰκασμοῦ (ἐπιρρήματα) los (adverbios) de duda D.T.642.8, cf. Gramm.Pap.2.100.
2 estimación de la producción de un terreno, de trigo PCair.Zen.147.3 (III a.C.), ἑκατὸν εἰκασμούς cien veces lo estimado, e.e., ciento por uno Aq.Ge.26.12, cf. Ostr.1460.4 (II d.C.).
3 ret., tipo de símil sarcástico en el que la imagen ridiculiza a alguien, Trypho Trop.202, cf. εἴκασμα.
German (Pape)
[Seite 726] ὁ, die Vermuthung; εἰκασμῷ λέγειν, Gegensatz κατὰ βέβαιον ἱστορίαν, Plut. Har. 11; Luc. Hermot. 16.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
conjecture.
Étymologie: εἰκάζω.
Russian (Dvoretsky)
εἰκασμός: ὁ предположение, догадка (εἰκασμῷ λέγειν Plut., Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
εἰκασμός: ὁ, τὸ εἰκάζειν, μαντεύειν, συμπεραίνειν, Πλουτ. Μάρ. 11, Λουκ. Ἑρμ. 16.
Greek Monolingual
ο (AM εἰκασμός) εικάζω
υπολογισμός.
Greek Monotonic
εἰκασμός: ὁ, (εἰκάζω), εικασία, υπόθεση, πιθανολόγηση, σε Πλούτ., Λουκ.