παροίγνυμι

From LSJ
Revision as of 10:55, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παροίγνυμι Medium diacritics: παροίγνυμι Low diacritics: παροίγνυμι Capitals: ΠΑΡΟΙΓΝΥΜΙ
Transliteration A: paroígnymi Transliteration B: paroignymi Transliteration C: paroignymi Beta Code: paroi/gnumi

English (LSJ)

or παροίγω, open at the side or a little, half-open, πύλας E.IA857, παροίξας τῆς θύρας having opened a bit of the door, put it ajar, Ar.Pax30.

German (Pape)

[Seite 524] und παροίγω (s. οἴγνυμι), ein wenig, halb öffnen, Herm. h. Hom. Merc. 152; πύλας παροίξας, Eur. Iph. Aul. 857; σκέψομαι τῃδὶ παροίξας τῆς θύρας, Ar. Pax 30, welche Verbindung mit dem gen. Moeris für attisch erklärt; παρεῳγμένης τῆς θύρας, B. A. 60 für besser erkl. als παρανεῳγμένης.

French (Bailly abrégé)

f. παροίξω, pf. παρέῳγα;
entrouvrir, acc..
Étymologie: παρά, οἴγνυμι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρ-οίγνυμι en παροίγω op een kier zetten; ook met gen.. π. τῆς θύρας de deur een stukje openzetten Aristoph. Pax 30.

Russian (Dvoretsky)

παροίγνῡμι: (fut. παροίξω, pf. παρέῳγα) приотворять (πύλας Eur.; τῆς θύρας Arph.).

Greek Monolingual

και παροίγω Α
ανοίγω κάτι στα πλάγια ή ανοίγω λίγο, μισανοίγω («τίς ὁ καλῶν πύλας παροίξας;», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + οἴγνυμι / οἴγω «ανοίγω»].

Greek Monotonic

παροίγνυμι: ή -οίγω, μέλ. -οίξω, ανοίγω στο πλάι ή λίγο, μισανοίγω, σε Ομηρ. Ύμν., Ευρ.· παροίξας τῆς θύρας, άνοιξε λίγο την πόρτα, την άφησε μισάνοιχτη, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

παροίγνυμι: ἢ παροίγω, ἀνοίγω κατὰ τὰ πλάγια ἢ ὀλίγον, «μισανοίγω», Ἕρμανν. εἰς Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 152· πύλας π. Εὐρ. Ι. Α. 857· παροίξας τὴς θύρας, ἀνοίξας ὀλίγον τὴν θύραν, Ἀριστοφ. Εἰρ. 30. - Κατὰ τὸν Μοῖριν ἐν σελ. 315: «παροίξας τῆς θύρας, Ἀττικῶς. παρανοίξας τὴν θύραν Ἑλληνικῶς», πρβλ. Θωμ. Μάγιστρ. σ. 693 καὶ Α. Β. σ. 60, 19.

Middle Liddell

or -οίγω fut. -οίξω
to open at the side or a little, half-open, Hhymn., Eur.; παροίξας τῆς θύρας having opened a bit of the door, put it ajar, Ar.