ἐρυκανάω
ψυχῆς ἀγῶνα τὸν προκείμενον πέρι δώσων → to stand the appointed trial for his life, to stand the appointed struggle for life and death
English (LSJ)
poet. for ἐρύκω, restrain, withhold, κεῖνον ἐρυκανόωσ' ἀέκοντα Od.1.199: c.inf., from doing, Q.S.12.205: also Ep. impf. ἐρύκανε (from ἐρῡκάνω) Od.10.429, cf. Orph.A.647.
German (Pape)
[Seite 1036] poet. Dehnung des praes. für ἐρύκω, κεῖνον ἐρυκανόωσ' ἀέκοντα Od. 1, 199; ἐρυκανόωσα μάχεσθαι Qu. Sm. 12, 205.
French (Bailly abrégé)
seul. 3ᵉ pl. prés. épq. ἐρυκανόωσι;
c. ἐρύκω.
Russian (Dvoretsky)
ἐρῡκᾰνάω: (только 3 л. pl. praes. ἐρυκανόωσι) Hom. = ἐρύκω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρῡκᾰνάω: ποιητ. ἀντὶ ἐρύκω, κωλύω, ἐμποδίζω, κρατῶ, οἵ που κεῖνον ἐρυκανόωσ’ ἀέκοντα Ὀδ. Α. 199· μετ’ ἀπαρ., κωλύω τινὰ ἀπὸ τοῦ νὰ πράξῃ τι, ἐρικανόωσα μάχεσθαι Κόϊντ. Σμ. 12. 205· ὡσαύτως, Ἐπικ. παρατ. ἐρύκανε (ἐκ τοῦ ἐρυκάνω), Ὀδ. Κ. 429, πρβλ. Ὀρφ. Ἀργ. 650.
Greek Monotonic
ἐρῡκᾰνάω: περιορίζω, εμποδίζω, συγκρατώ, Επικ. μτχ. θηλ. ἐρυκανόωσ', σε Ομήρ. Οδ.· παρατ. ἐρύκανε (από το ἐρυκάνω), στο ίδ.
Middle Liddell
ἐρῡκᾰνάω,
to restrain, withhold, epic part. fem. ἐρυκανόωσ' Od. [imperf. ἐρύκανε from ἐρυκάνω, Od.]