δακρυτός

From LSJ
Revision as of 10:57, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δακρῡτός Medium diacritics: δακρυτός Low diacritics: δακρυτός Capitals: ΔΑΚΡΥΤΟΣ
Transliteration A: dakrytós Transliteration B: dakrytos Transliteration C: dakrytos Beta Code: dakruto/s

English (LSJ)

όν (ή, όν J.AJ4.8.48), wept over, tearful, ἐλπίς A.Ch. 236; μόρος AP7.495 (Alc.); ἀπαλλαγή J.l.c.: irreg. Sup. δακρυώτατος, Hsch.

Spanish (DGE)

(δακρῡτός) -ή, -όν
• Morfología: [-ός, -όν IG 13.1295bis.6 (V a.C.)]
1 llorado δ. ἐλπὶς σπέρματος σωτηρίου llorada esperanza de una semilla salvadora de Orestes, A.Ch.236, πᾶσιν δ. Δημήτριος FAmyzon 65.2 (II a.C.), ἠρία AP 7.180 (Apollonid.).
2 que hace llorar, deplorable (τάδ' ἔργα φόνια) ... δακρύτ' ἄγαν E.El.1182, μνήμη IG l.c., ἄχος CEG 153.2 (Amorgos V a.C.), ἠιθέων δ. ἅπας μόρος toda muerte de jóvenes es deplorable, AP 7.495 (Alc.Mess.), ποιεῖν ... δακρυτὴν τὴν ἀπαλλαγήν I.AI 4.323.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
1 pleuré;
2 qu'il faut pleurer, déplorable.
Étymologie: adj. verb. de δακρύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δακρυτός -όν [δακρύω] te bewenen.

Russian (Dvoretsky)

δακρῡτός:
1 стоивший многих слез (ἐλπὶς σπέρματος σωτηρίου Aesch.);
2 заставляющий плакать, достойный слез, ужасный (sc. πήματα Eur.; μόρον Anth.).

Greek Monolingual

δακρυτός, -ή, -όν και δακρυτός, -όν (Α) δακρύω
εκείνος για τον οποίο δακρύζει κανείς.

Greek Monotonic

δακρῡτός: -όν (δακρύω), πολυδάκρυτος, αξιοδάκρυτος, αξιολύπητος, σε Αισχύλ., Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

δακρῡτός: -όν, ἀξιοδάκρυτος, πολυδάκρυτος, ἐλπὶς Αἰσχύλ. Χο. 236· μόρος Ἀνθ. Π. 7. 490. Ἀνώμαλόν τι ὑπερθ. δακρυώτατος παρ’ Ἡσύχ.

Middle Liddell

δακρύω
wept over, tearful, Aesch., Anth.