ἐπημύω

From LSJ
Revision as of 10:58, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Γάμει δὲ μὴ τὴν προῖκα, τὴν γυναῖκα δέ → Uxorem cape, non dotem, in matrimonium → Nimm bei der Heirat nicht die Mitgift, nimm die Frau

Menander, Monostichoi, 98
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπημύω Medium diacritics: ἐπημύω Low diacritics: επημύω Capitals: ΕΠΗΜΥΩ
Transliteration A: epēmýō Transliteration B: epēmyō Transliteration C: epimyo Beta Code: e)phmu/w

English (LSJ)

bend or bow down, ἐπὶ δ' ἠμύει ἀσταχύεσσιν (sc. τὸ λήϊον) Il.2.148, cf. Nic.Th.870, Opp.H.1.228, C.4.123. ἐπήν, v. ἐπεί.

German (Pape)

[Seite 920] sich senken, neigen, VLL. ἐπικατακλᾶν, ἐμπίπτειν; Nic. Th. 870; ἐπημύει δὲ κεραίη Opp. Hal. 1, 228 [wo υ, vgl. ἠμύω; Philostr. im. 2, 34.

French (Bailly abrégé)

se pencher.
Étymologie: ἐπί, ἠμύω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπημύω: κλίνω πρὸς τὰ κάτω, κάμπτομαι, «γέρνω», ἐπὶ δ’ ἠμύει ἀσταχύεσσιν (ἐξυπ. τὸ λήϊον) Ἰλ. Β. 148, πρβλ. Νικ. Θ. 870, κλ. Περὶ τῆς ποσότητος ἴδε ἠμύω.

Greek Monolingual

ἐπημύω (Α)
γέρνω, λυγίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ημύω «κάμπτω, λυγίζω»].

Greek Monotonic

ἐπημύω: [ῠ], λυγίζω ή κλίνω προς τα κάτω, γέρνω, λέγεται για χωράφι με στάρι, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell


to bend or bow down, of a corn-field, Il.