δανίζω
αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.
English (LSJ)
Hellenistic form for δανείζω, LXX Pr.19.14: fut. Act. δανιῶ and Med. δανιοῦμαι ib.De.28.12: aor. part. δανῐσας AP11.309 (Lucill.), Lyr.Alex.Adesp.37.27.
Spanish (DGE)
v. δανείζω.
German (Pape)
[Seite 522] schlechtere Form für δανείζω, Lucill. 102 (XI, 309).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δανίζω zie δανείζω.
Russian (Dvoretsky)
δᾰνίζω: Anth. = δανείζω.
Greek (Liddell-Scott)
δανίζω: μεταγεν. τύπος τοῦ δανείζω, Ἀνθ. Π. 11. 309.
Chinese
原文音譯:dane⋯zw 打尼索
詞類次數:動詞(4)
原文字根:借貸
字義溯源:(有息)借貸,借,借給;源自(δάνειον / δάνιον)=貸款);而 (δάνειον / δάνιον)出自(Δανιήλ)X*=禮物)
同源字:1) (δανείζω / δανίζω)有息借貸 2) (δάνειον / δάνιον)貸款 3) (δανειστής / δανιστής)債主
出現次數:總共(4);太(1);路(3)
譯字彙編:
1) 你們⋯借給人(1) 路6:34;
2) 要借給人(1) 路6:35;
3) 借給(1) 路6:34;
4) 借貸的(1) 太5:42