χοροστασία

From LSJ
Revision as of 11:01, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἔτλην δ' οἷ' οὔ πώ τις ἐπιχθόνιος βροτὸς ἄλλος → I have endured as much as no other mortal

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χοροστᾰσία Medium diacritics: χοροστασία Low diacritics: χοροστασία Capitals: ΧΟΡΟΣΤΑΣΙΑ
Transliteration A: chorostasía Transliteration B: chorostasia Transliteration C: chorostasia Beta Code: xorostasi/a

English (LSJ)

poet. χοροστασίη, ἡ, institution of choruses: generally, chorus, dance, AP.7.613.6 (Diog.), 9.603 (Antip.): pl., Call.Lav.Pall.66, IG14.1389 i 58.

German (Pape)

[Seite 1367] ἡ, das Anstellen von Chören u. Reigentänzen, die damit begangene Feier, übh. Tanz, Reigen; oft in der Anth.: χοροστασίης ἔργα Antp. χοροστασίην ἄγειν Leontius 6 (Plan. 284).

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
formation de chœurs ; chœur, danse.
Étymologie: χοροστάτης.

Russian (Dvoretsky)

χοροστᾰσία:хороводная пляска, хоровод Anth.

Greek (Liddell-Scott)

χοροστᾰσία: ἡ, σύστασις χορῶν· καθόλου, χορός, ὄρχησις, Ἀνθ. Παλατ. 7. 613., 9. 603· ἐν τῷ πληθ., Καλλ. ἐν Λουτρ. Παλλ. 66, Συλλ. Ἐπιγρ. 6280Β. 58. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 503.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ, και ποιητ. τ. χοροστασίη Α χοροστάτης
1. η σύσταση και η εκτέλεση χορού
2. (κατ' επέκτ.) χορός
νεοελλ.
εκκλ. η παρουσία αρχιερέα στη θεία λειτουργία.

Greek Monotonic

χοροστᾰσία: ποιητ. —ίη, ἡ (ἵστημι), σύσταση χορού· γενικά, χορός, όρχηση, σε Ανθ.

Middle Liddell

χορο-στᾰσία, ἡ, ἵστημι
institution of choruses: generally, a chorus, dance, Anth.