προπαιδεύω

From LSJ
Revision as of 11:02, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → for he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προπαιδεύω Medium diacritics: προπαιδεύω Low diacritics: προπαιδεύω Capitals: ΠΡΟΠΑΙΔΕΥΩ
Transliteration A: propaideúō Transliteration B: propaideuō Transliteration C: propaideyo Beta Code: propaideu/w

English (LSJ)

teach beforehand, in Pass., Pl.R. 536d; πρὸς πάσας… τέχνας ἔστιν ἃ δεῖ προπαιδεύεσθαι Arist.Pol.1337a19; ὑπό τινων S.E. M.6.29.

German (Pape)

[Seite 738] vorher unterrichten, τῆς προπαιδείας, ἣν τῆς διαλεκτικῆς δεῖ προπαιδευθῆναι, Plat. Rep. VII, 536 d.

French (Bailly abrégé)

enseigner auparavant, acc..
Étymologie: πρό, παιδεύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-παιδεύω tevoren onderwijzen.

Russian (Dvoretsky)

προπαιδεύω: предварительно обучать, подготовлять (προπαιδεύεσθαι πρὸς τὰς τῶν τεχνῶν ἐργασίας Arst.): (ἡ προπαιδεία), ἣν τῆς διαλεκτικῆς δεῖ προπαιδευθῆναι Plat. подготовительное обучение, которое нужно пройти до диалектики.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
εκπαιδεύω προκαταρκτικά, προετοιμάζω κάποιον για ανώτερες γνώσεις ή σπουδές
μσν.-αρχ.
δίνω προκαταρκτικές οδηγίες.

Greek Monotonic

προπαιδεύω: μέλ. -σω, διδάσκω εκ των προτέρων — Παθ., σε Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

προπαιδεύω: διδάσκω πρότερον, τινὰ εἴς τι Κλήμ. Ἀλ. 484· Παθ. (ἴδε προπαιδεία), Πλάτ. Πολ. 536D· πρὸς πάσας... τέχνας ἔστιν ἃ δεῖ προπαιδεύεσθαι Ἀριστ. Πολιτ. 8. 1, 2· ὑπό τινος Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 6. 29.

Middle Liddell

fut. σω
to teach beforehand:—Pass., Plat.