παρέστιος

From LSJ
Revision as of 11:03, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὡς αἰεὶ τὸν ὁμοῖον ἄγει θεὸς ὡς τὸν ὁμοῖον → how God ever brings like men together | birds of a feather flock together | how the god always leads like to like | as ever, god brings like and like together | as always the god brings like to like

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρέστιος Medium diacritics: παρέστιος Low diacritics: παρέστιος Capitals: ΠΑΡΕΣΤΙΟΣ
Transliteration A: paréstios Transliteration B: parestios Transliteration C: parestios Beta Code: pare/stios

English (LSJ)

παρέστιον,(ἑστία) by or at the hearth, λοιβαί S.El.269, cf. Ant. 372, E.Med.1334; ἡ δ' εἴσω πελάνους καῖεν π. A.R.4.713.

German (Pape)

[Seite 518] neben oder bei dem Heerde, am Heerde; κτανοῦσα γὰρ τὸν σον κάσιν παρέστιον, Eur. Med. 1334; λοιβαί, Soph. El. 269; übh. = ἐφέστιος, μήτ' ἐμοὶ παρέστιος γένοιτο, ὃς τάδ' ἔρδει, Ant. 373; Ap. Rh. 4, 713.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui est ou se fait près du foyer;
2 qui s'assied au foyer de, τινι.
Étymologie: παρά, ἑστία.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρέστιος -ον [παρά, ἑστία] bij de haard:. μήτ’ ἐμοὶ παρέστιος γένοιτο moge hij nooit bij mijn haard zitten Soph. Ant. 372.

Russian (Dvoretsky)

παρέστιος:
1 совершаемый у очага (λοιβαί Soph.);
2 разделяющий (с кем-л.) очаг: π. τινι γενέσθαι Soph. делить с кем-л. очаг, т. е. жить с кем-л. под одной крышей.

Greek Monolingual

-α, -ο / παρέστιος, -ον ΝΑ
1. αυτός που βρίσκεται κοντά στην εστία, κοντά στον τόπο όπου καίει η φωτιά μέσα στο σπίτι («ἡ δ' εἴσω πελάνους καίεν παρεστίους», Απολλ. Ρόδ.)
2. αυτός που συγκατοικεί με κάποιον, ο σύνοικος, ο συγκάτοικος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἑστία.

Greek Monotonic

παρέστιος: -ον (ἑστία), αυτός που βρίσκεται κοντά στην εστία ή πάνω σ' αυτή, σπιτικός, οικιακός, σε Σοφ.· γενικά, = ἐφέστιος, στον ίδ., Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

παρέστιος: ον (ἑστία) ὁ παρὰ τὴν ἑστίαν ἢ ἐπ’ αὐτῆς, παρεστίους σπένδοντα λιβὰς Σοφ. Ἠλ. 269· - καθόλου, = ἐφέστιος, Σοφ. Ἀντ. 372, Εὐρ. Μήδ. 1334.

Middle Liddell

παρ-έστιος, ον, ἑστία
by or at the hearth, Soph.:— generally, = ἐφέστιος, Soph., Eur.