ἐκσφράγισμα
ἢν μή τις ὥσπερ σφηκιὰν βλίττῃ με κἀρεθίζῃ → may no one squeeze me and tease me like a wasp | may no one smoke me and tease me like a wasp | but if anyone annoys me and rifles my nest, they'll find a wasp inside | still if you wake a wasps' nest then of wasps you must beware
English (LSJ)
-ατος, τό, official copy, ταύτης τῆς ἐπιγραφῆς CIG3276 (Smyrna), cf. IGRom.4.513 (Pergam.), POxy.1882 (vi A.D.): generally, Mich.in PN20.10.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
• Grafía: graf. ἐξσφρ- ISmyrna 236(b).16 (I d.C.), SEG 40.1064.12 (Lidia II/III d.C.), IGR 4.513 (Pérgamo, imper.), POxy.1882.15 (VI d.C.), ἐσφρ- IEphesos 2218 (imper.)
I 1admin. copia sellada, e.d. legalizada, oficial de un documento, depositada en algún archivo oficial ταύτης τῆς ἐπιγραφῆς ἐ. ἀπόκειται ἐν τῷ ἱερῷ Καισαρήῳ ISmyrna l.c., cf. SEG l.c., IGR l.c., IEphesos l.c., 2327a (imper.), ἐ. στή[λ] ης χαλκῆς ἀνακειμένης ἐν Ῥώμῃ PDiog.5.7 (II d.C.).
2 jur. deposición, declaración judicial o documento testimonial, tb. llamado ἐκμαρτύριον (q.u.), presentado por uno de los representantes legales, habitualmente la defensa, antes de un juicio SB 11643.6 (III d.C.), cf. POxy.l.c., BGU 1094.14 (VI d.C.).
II 1impronta Ath.Al.M.28.924C, Mich.in PN 20.10.
2 fig. sello, característica propia ἧς (ἡ τοῦ εὐαγγελίου ὑπόθεσις) ... ἐστι τὸ ἐ. Anon.Hier.Luc.1.28.
German (Pape)
[Seite 779] τό, der Abdruck, Kopie, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκσφράγισμα: τό, ἐκμαγεῖον, ἐκτύπωμα, ἀντίτυπον, ταύτης τῆς ἐπιγραφῆς Συλλ. Ἐπιγρ. 3276, ―81, ―82, κ. ἀλλ.
Greek Monolingual
ἐκσφράγισμα, το (AM)
εκμαγείο, αποτύπωμα, επίσημο αντίτυπο, αντίγραφο
μσν.
1. (για πρόσ.) μιμητής («τῶν δεινῶν παθημάτων τοῦ Χριστοῦ ἐκσφράγισμα ἐδείχθης», Μηναία, Ωδ. 6)
2. αποσφράγιση, αποσφράγισμα.