ἄπροικος

From LSJ
Revision as of 11:04, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

κρατίστην εἶναι δημοκρατίαν τὴν μήτε πλουσίους ἄγαν μήτε πένητας ἔχουσαν πολίτας → the best democracy is that in which the citizens are neither very rich nor very poor (Thales/Plutarch)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄπροικος Medium diacritics: ἄπροικος Low diacritics: άπροικος Capitals: ΑΠΡΟΙΚΟΣ
Transliteration A: áproikos Transliteration B: aproikos Transliteration C: aproikos Beta Code: a)/proikos

English (LSJ)

ἄπροικον, (προίξ) without portion or without dowry, ἄ. τὴν ἀδελφὴν διδόναι Is.3.29, cf. D.40.20; λαβεῖν Lys.19.15, Diod. Com.3.4, cf. Men.Mon. 371.

Spanish (DGE)

-ον
carente de dote de mujeres ἄπροικον τὴν τοιαύτην ... μεμαρτυρήκασι Is.3.29, cf. 2.5, Lys.19.15, D.40.20, Men.Dysc.308, Mon.517, Diod.Com.3.4, Plu.2.227f, Ael.VH 6.6., Heph.Astr.3.9.37.

German (Pape)

[Seite 338] (προίξ), nicht ausgestattet, ohne Mitgift, λαβεῖν τινα Lys. 19, 15, wie Diod. com. Stob. fl. 72, 1; διδόναι Is. 2, 5 u. öfter, wie Dem. 40, 20.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans dot.
Étymologie: , προίξ.

Greek Monolingual

κ. απροίκιστος (AM ἄπροικος, -ον)
ο χωρίς προίκα
νεοελλ.
αυτός που δεν έχει ακόμη ετοιμάσει την προίκα
αρχ.
ο χωρίς μερίδιο.

Greek Monotonic

ἄπροικος: -ον (προίξ), αυτός που δεν έχει μερίδιο σε κάτι ή σε προίκα· ἄπροικον τὴν ἀδελφὴν διδόναι, παντρεύω την αδελφή μου χωρίς να την έχω προικίσει, σε Ισαίο.

Russian (Dvoretsky)

ἄπροικος: без приданого Lys., Isae., Dem.

Middle Liddell

προίξ
without portion or dowry, ἄπροικον τὴν ἀδελφὴν διδόναι to give her in marriage without dowry, Isae.

English (Woodhouse)

without a dowry

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)