σταλουργός

From LSJ
Revision as of 11:05, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στᾱλουργός Medium diacritics: σταλουργός Low diacritics: σταλουργός Capitals: ΣΤΑΛΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: stalourgós Transliteration B: stalourgos Transliteration C: stalourgos Beta Code: stalourgo/s

English (LSJ)

σταλουργόν, Dor. for στηλουργός, with a στήλη or gravestone, τύμβος AP7.423 (Antip. Sid.); but σταλοῦχος is prob. l., cf. στηλοῦχος.

German (Pape)

[Seite 929] dor. statt στηλουργός, τύμβος, ein Grabmal mit einer Denksäule, Antp. Sid. 39 (VII, 423).

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
où l'on a élevé une stèle.
Étymologie: στήλη, ἔργον.

Russian (Dvoretsky)

στᾱλουργός: дор. = * στηλουργός.

Greek (Liddell-Scott)

στᾱλουργός: -όν, Δωρικ. ἀντὶ στηλ-, (*ἔργω)· ὁ ἔχων στήλην ἢ λίθον ἐπιτάφιον, τύμβος Ἀνθ. Π. 7. 423· ἀλλ’ ἡ πιθ. γραφ. εἶναι σταλοῦχος, ἴδε Ἰακώψ.

Greek Monolingual

-όν, Α
φρ. «σταλουργὸς τύμβος» — τάφος με επιτύμβια στήλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στάλα δωρ. τ. του στήλη + -ουργός (< ἔργον)].

Greek Monotonic

στᾱλουργός: -όν, Δωρ. αντί στηλ- (*ἔργω), αυτός που έχει στήλη ή επιτύμβιο λίθο, σε Ανθ.

Middle Liddell

στᾱλ-ουργός, όν [doric for στηλουργός [*ἔργω
furnished with a στήλη or gravestone, Anth.