διέκ

From LSJ
Revision as of 11:09, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τίς ἐς σὸν κρᾶτ' ἐπύκτευσεν → who hit you with the fist on the head, who has been pummeling your head

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διέκ Medium diacritics: διέκ Low diacritics: διέκ Capitals: ΔΙΕΚ
Transliteration A: diék Transliteration B: diek Transliteration C: diek Beta Code: die/k

English (LSJ)

before a vowel διέξ (but διὲξ σωλῆνος Archil.5), out through, δ. προθύρου, μεγάροιο, Il.15.124, Od.10.388, etc.; cf. παρέκ.

Spanish (DGE)

• Morfología: διέξ ante vocal, pero διὲξ σωλῆνος Archil.14, διὲξ τὸ μύρτον Archil.234
prep. hacia afuera atravesando c. verb. de mov. y gen. προθύρου Il.15.124, cf. Od.18.101, 386, h.Merc.158, μεγάροιο Od.10.388, 17.61, 460, 19.503, Lyr.Adesp.364.5S., μεγάρων h.Cer.281, σωλῆνος Archil.l.c., θυρέων Hippon.86.12, Plu.2.418b, θαλάμοιο Euph.38A.8, cf. Opp.H.4.199, πεδίων A.R.3.888, cf. 916, ὕλης A.R.4.161, ῥινῶν τε καὶ αὐχένος Nic.Th.301
tb. c. ac. Πελοπόννησον h.Ap.432, διὲκ πέτρας ἐλάσειαν A.R.2.558, νῆα διὲκ πέλαγος σεῦεν μέσον A.R.2.620, cf. 3.73.

German (Pape)

[Seite 618] vor Vocalen διέξ, durch u. heraus; vgl. διαπρό; Hom. Odyss. 17, 460 νῦν δή σ' οὐκέτι καλὰ διὲκ μεγάροιό γ' ὀίω ἂψ ἀναχωρήσειν; Iliad. 15, 124 εἰ μὴ Ἀθήνη ὦρτο διὲκ προθύρου; – sp. D. Auch absolut, = ganz durch, H. h. Apoll. 432.

French (Bailly abrégé)

dev. une voy. διέξ;
prép.
par, à travers, gén..
Étymologie: διά, ἐκ.

Russian (Dvoretsky)

διέκ:
I v.l. δι᾽ ἐκ adv. насквозь, целиком (κόλπος δ. Πελοπόννησον ἐέργει HH).
II перед гласными διέξ, v.l. δι᾽ ἐκ praep. cum gen. через, из (μεγάροιο, προθύρου Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

διέκ: πρὸ φωνήεντος διὲξ (Ἀρχίλ. 154), ἴδε διὰ Α. Ι. 1· πρβλ. παρέκ.

English (Autenrieth)

out through, τινός.

Greek Monolingual

και διέξ (μπροστά από φωνήεν, με εξαίρεση το «διέξ σωλήνος») (AM διέκ και διέξ)
ως πρώτο συνθετικό ρημάτων και παραγώγων ουσ. δίνει την έννοια: «περνώντας μέσα από κάτι», «οδηγούμαι, προς τα έξω» (διεκπεραιώ, διεξέρχομαι)
αρχ.
(ως επίρρ.)
1. μέσα από κάτι και προς τα έξω («Ἀθήνη... ὦρτο διέκ προθύρου» — η Αθηνά... σηκώθηκε να βγει από το πρόθυρο)
2. πέρα από κάτι («διὲκ ὕλης τετάνυστο» ήταν απλωμένη πέρα από το δάσος).

Greek Monotonic

διέκ: πρόθ., δια μέσου κι έξω, πέρα ως πέρα, με γεν., σε Όμηρ.

Middle Liddell

prepprep
prep. through and out of, c. gen., Hom.