πολύμητις
δυοῖν κακοῖν προκειμένοιν τὸ μὴ χεῖρον βέλτιστον → the lesser of two evils, the less bad thing of a pair of bad things, better the devil you know, better the devil you know than the devil you don't, better the devil you know than the devil you don't know, better the devil you know than the one you don't, better the devil you know than the one you don't know, the devil that you know is better than the devil that you don't know, the devil we know is better than the devil we don't, the devil we know is better than the devil we don't know, the devil you know is better than the devil you don't
English (LSJ)
ιος, ὁ, ἡ, of many counsels, of Odysseus, Il.1.311, Od.21.274, Ar.V.351; of Hephaestus, Il.21.355; πολυμήτιδι τέχνῃ Orph.A.126.
German (Pape)
[Seite 666] ὁ, ἡ, von viel Klugheit, sehr klug, gewandt; bei Hom. gew. Beiwort des Odysseus, wie auch Ar. Vesp. 351; auch des Hephästus, Il. 21, 355.
French (Bailly abrégé)
ιος (ὁ, ἡ)
1 très prudent, très sage;
2 très habile.
Étymologie: πολύς, μῆτις.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολύμητις -ιος [πολύς, μῆτις] zeer slim (Odysseus), zeer handig (Hephaestus).
Russian (Dvoretsky)
πολύμητις: ιος adj. остроумный, изобретательный (Ὀδυσσεύς, Ἣφαιστος Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
πολύμητις: -ιος, ὁ, ἡ, ὁ πολλὰ σκεπτόμενος, πολύβουλος, πολύφρων, πολυμήχανος, ἐπὶ τοῦ Ὀδυσσέως, Ἰλ. Α. 311, Ὀδ. Φ. 274, πρβλ. Ἀριστοφ. Σφ. 351· ἐπὶ τοῦ Ἡφαίστου, Ἰλ. Φ. 355· πολυμήτιδι τέχνῃ Ὀρφ. Ἀργ. 124· ― οὕτω πολῠμήτης, ου, ὁ, Ἡσύχ.· ποιητ. πολῠμῆτα, Ὀππ. Ἁλ. 5. 6. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 532.
English (Autenrieth)
of many devices, crafty, shrewd, epithet of Odysseus; of Hephaestus, Il. 21.355.
Greek Monolingual
-ήτιος, ὁ, ἡ, Α
(προσωνυμία του Οδυσσέως και του Ηφαίστου) αυτός που έχει πολλή φρόνηση, πολύ συνετός, πολυμήχανος
(α. «πολύμητις Ὀδυσσεύς», Ομ. Ιλ.
β. «πολυμήτιος Ἡφαίστοιο», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -μητις (< μῆτις «ευφυΐα»), πρβλ. ποικιλόμητις].
Greek Monotonic
πολύμητις: -ιος, ὁ, ἡ, αυτός που σκέφτεται πολλά, σε Όμηρ.