ὀδοντάγρα
From LSJ
English (LSJ)
Ion. ὀδοντάγρη, ἡ, forceps for drawing teeth, Hp.Medic.9, Arist. Mech.854a17, Plu.2.468c, Sor.2.63, Gal.17(1).911.
German (Pape)
[Seite 293] ἡ, Zahnzange, zum Ausziehen der Zähne; Arist. Mechan. 22; Plut. tranq u. an. 7.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
davier (propr. arrache-dents), instr. de dentiste.
Étymologie: ὀδούς, ἄγρα.
Russian (Dvoretsky)
ὀδοντάγρα: ἡ зубные щипцы Arst., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ὀδοντάγρα: ἡ, ἐργαλεῖον πρὸς ἐξαγωγὴν ὀδόντων, Ἀριστ. Μηχ. 21. 1.
Greek Monolingual
η (ΑΜ ὀδοντάγρα, Α ιων. τ. ὀδοντάγρη)
λαβίδα εξαγωγής δοντιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδούς, ὀδόντος + ἄγρα «κυνήγι, σύλληψη» (πρβλ. κρε-άγρα, πυράγρα)].