ἀκάθεκτος

From LSJ
Revision as of 11:14, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Βραδὺς πρὸς ὀργὴν ἐγκρατὴς φέρειν γενοῦ → Ad iram tardus devita impotentiam → Sei zögerlich im Zorn, ertrage ihn mit Macht

Menander, Monostichoi, 60
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκάθεκτος Medium diacritics: ἀκάθεκτος Low diacritics: ακάθεκτος Capitals: ΑΚΑΘΕΚΤΟΣ
Transliteration A: akáthektos Transliteration B: akathektos Transliteration C: akathektos Beta Code: a)ka/qektos

English (LSJ)

ἀκάθεκτον, ungovernable, Ps.-Phoc.193, Plu.Nic.8. Adv. ἀκαθέκτως, λυττᾶν Ph.2.48; μαργαίνειν Sch.Opp.H.1.38.

Spanish (DGE)

-ον
1 no dominable, incontrolable μηδ' ἐς ἔρωτα γυναικὸς ἅπας ῥεύσῃς ἀκάθεκτον Ps.Phoc.193, ἐπιθυμίαι Ph.2.423, Paus.2.8.2, θράσος Plu.Nic.8, δρόμος ἀ. ἀπὸ τῆς ἐκκλησίας ἐπὶ τὴν μάχην ἠνύετο Hld.4.21.2.
2 adv. -ως de modo incontenible λυττᾶν Ph.2.48, μαργαίνειν Sch.Opp.H.1.38.

German (Pape)

unaufhaltsam, θράσος Plut. Nic. 8.

Russian (Dvoretsky)

ἀκάθεκτος: неудержимый, неукротимый (θράσος Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀκάθεκτος: -ον, ἀκατάσχετος, Ψευδο-Φωκυλ. 180: - Πλουτ. Νικ. 8.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκάθεκτος, -ον)
ασυγκράτητος, ορμητικός, βίαιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερητ. + καθεκτός < κατέχω.
ΠΑΡ. αρχ. ἀκαθεκτοῦμαι].

Mantoulidis Etymological

(=ἀσυγκράτητος), Ἀπό τό α στερητ. + καθέξω (μέλλοντας του κατέχω). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ἔχω.