ἐλάσιππος

From LSJ
Revision as of 11:14, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐλάσιππος Medium diacritics: ἐλάσιππος Low diacritics: ελάσιππος Capitals: ΕΛΑΣΙΠΠΟΣ
Transliteration A: elásippos Transliteration B: elasippos Transliteration C: elasippos Beta Code: e)la/sippos

English (LSJ)

[ᾰ], ον, horse-driving, horse-riding, knightly, Pi.P.5.85; ἁμέρα Lyr.Adesp.97; of the sun, Orph.H.8.18.

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [-ᾰ-]
que guía, conductor de troncos de caballos, conductor de carros, ἔθνος de los de Cirene, Pi.P.5.85, de Helios ὦ ἐλάσιππε, μάστιγι λιγυρῇ τετράορον ἅρμα διώκων Orph.H.8.18, ἀμβρόσιον ἐλασίππου πρόσωπον ... ἁμέρας el rostro inmortal del día que avanza con sus caballos, Lyr.Adesp.92.2.

German (Pape)

[Seite 789] Rosse treibend, beritten; ἔθνος Pind. P. 5, 85; Orph.

Russian (Dvoretsky)

ἐλάσιππος: (ᾰ) гоняющий коней, привыкший к верховой езде (ἔθνος Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐλάσιππος: -ον, ἱππηλάτης, Πινδ. Π. 5. 114· ἐπὶ τοῦ ἡλίου, Ὀρφ. Ὕμν. 8. 18· πρβλ. ἱππελάτης.

English (Slater)

ἐλᾰσιππος horse-driving τὸ δ' ἐλάσιππον ἔθνος ἐνδυκέως δέκονται (P. 5.85)

Greek Monolingual

ἐλάσιππος, -ον (Α)
1. ιππηλάτης, αυτός που οδηγεί άλογα ή πολεμά με άρμα συρόμενο από άλογα, ο αρματηλάτης, ιππικός
2. (επίθ. του ήλιου)
ιππηλάτης, αρματηλάτης.